Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ρήμα, αντικείμενο;

*υπενθύμιση πως το πρώτο πρόσωπο είναι  υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό .


«Αν σκεφτείς πόσες φορές έχουμε πονέσει για ασήμαντα πράγματα, θα τρελαθείς από το ποσοστό ευτυχίας που χάσαμε μόνο και μόνο επειδή μπερδέψαμε κάτι μικρό με κάτι πραγματικά τεράστιο», κλέβει ρουφηξιά από το μισοτελειωμένο τσιγάρο του. «Εντάξει, υποκειμενική η ευτυχία, υποκειμενικό και τι είναι το μεγάλο ή το μικρό για τον καθένα, έτσι;».
Οι άνθρωποι ανάμεσα στην μεγαλύτερη ευτυχία και την μεγαλύτερη δυστυχία πρέπει να διαλέγουν πάντα το δεύτερο, γιατί με το πρώτο ξεχνάνε… ξεχνάνε πολλά. Αυτή είναι η λογική του. «Ναι… Δεν σου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι, ε; Σε έχω κόψει εγώ, δεν φαίνεσαι σαν τους άλλους». Κόψτο το ρημάδι, κοιτάζω την μικρή φωτιά ανάμεσα στον καπνό, τις στάχτες και σκέφτομαι πως αυτό θα τον σκοτώσει, αν όχι κανένας καβγάς στις τρεις τα ξημερώματα σε κάποιο απομακρυσμένο μπαρ.
«Εσένα σ’ αρέσουν;», ρωτάει και κοιτάζει τα αστέρια – όχι ότι φαίνονται μπλεγμένα με τα φώτα της πόλης, αλλά βρίσκει κάτι ενδιαφέρον στο να κοιτάει εκεί πάνω.
«Οι άνθρωποι εμένα… δεν ξέρω, με εξιτάρουν. Περίεργα πλάσματα, μαλάκες οι περισσότεροι, το ξέρω, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας. Είμαστε ικανοί, αλλά διαλέγουμε την διαστροφή. Άσε που υπάρχει και ομορφιά στην διαστροφή, αλλά…», παίρνω μια γρήγορη ανάσα. «Άσε, ας μην το ανοίξω το θέμα».
«Η διαστροφή. Ξέρεις. Κι αυτή υποκειμενική», δεν ξεκολλάει τα μάτια του από τον ουρανό.
«Όλα υποκειμενικά με εσένα».
«Γιατί, δεν είναι; Δηλαδή, δεν ξέρω αν είναι, αλλά θα έπρεπε. Είμαστε άτομα γεννημένα για να έχουμε διαφορετικά στοιχεία ο καθένας, και επειδή φοβόμαστε το ‘άλλο’, καταλήξαμε να ομαδοποιούμε τα πάντα, κλίκες. Το να είναι κάτι υποκειμενικό σημαίνει ότι υπάρχουν αρκετές διαφορετικές γνώμες για να το κατατάξουν έτσι».
Με κάνει να σκάσω για λίγο και εισπνέω τον καπνό από αυτόν και άλλους καπνιστές που κάθονται σε διπλανά παγκάκια. Κάνει ψοφόκρυο και σχηματίζω συννεφάκια μπροστά μου. «Βρίσκω το συναίσθημα του να είσαι ανάμεσα σε δικούς σου θερμό. Μοναδικό, αν θες», λέω τελικά.
«Θεωρείς κάποιον δικό σου επειδή είναι ίδιος με εσένα;», γυρίζει την προσοχή του σε εμένα. «Η μάνα σου δηλαδή που σου τα πρήζει για τα πεταμένα σώβρακα σε κάθε γωνία του δωματίου, δεν είναι δικιά σου; Ο πατέρας σου είμαι σίγουρος δεν ακούει την ίδια μουσική με εσένα, ο μικρός σου αδερφός κι αυτός στον κόσμο του. Δικοί σου δεν είναι;».
«Μιλάς για εξωτερικά χαρακτηριστικά τώρα»
«Απλά φοβάσαι την πιθανότητα να μην είναι ίδιοι με εσένα, επειδή είναι οικογένειά σου»
«Δεν καταλαβαίνω;»
Πάει να πει κάτι αλλά κλείνει το στόμα του. Τελειώνει το τσιγάρο του και το πετάει δίπλα στο παπούτσι του για να το σβήσει. «Για να απαντήσω στην εκτίμησή σου, έχεις δίκιο, δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι».
Το ξέρω. «Σημαδεύτηκες από κάποιον και άρχισες να βλέπεις αλλιώς τον κόσμο;», δεν θέλω να ακουστεί τόσο ειρωνικό, αλλά ακούγεται, και στο τέλος το δέχομαι.
«Δεν χρειάζεται να με χαϊδεύει ο αγαπημένος μου θείος σε κρυφά σημεία για να αρχίσω να βλέπω με άλλο μάτι τα γεγονότα γύρω μου», ακουμπάει πίσω. «Απλά δεν μου αρέσει όλο αυτό», κάνει μια γενική κίνηση με το κεφάλι του.
«Το πάρκο;»
«Τα πάντα»
«Σου αρέσει το τσιγάρο», του θυμίζω.
«Ε, εντάξει, υποκειμενικό». Γελάει στην νευριασμένη έκφρασή μου. «Ναι, μου αρέσει το τσιγάρο».
«Κάτι κάνανε σωστά οι άνθρωποι, δηλαδή»
Ανασηκώνει τους ώμους του. Ξανακοιτάει προς τα πάνω, χαλαρώνει. «Μια στο τόσο».
Κάνω πως χαλαρώνω κι εγώ. Συνεχίζω να κρυώνω, να μισώ το πακέτο τσιγάρων στη τσέπη του… «Γιατί κοιτάς συνέχεια τον ουρανό;»
Κατεβάζει το κεφάλι του. «Την τύπισσα στον τέταρτο όροφο που ξεντύνεται βλέπω».


Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

The Charmer .::1::.


Προσπαθώ να αντισταθώ αλλά η φωνή του είναι το μόνο όριο που έχω. Δεν μ’ αρέσουν τα όρια, θέλω να είμαι ελεύθερη, να έχω την δυνατότητα να σταματήσω ή να αρχίσω μόνη μου ∙ όποτε το θέλω, όπως το θέλω. Ο ψίθυρός του όμως, συνέχεια εκεί, το ίδιο σταθερό μοτίβο, ή ίδια καθησυχαστική μελωδία να μου λέει να μη συλλογιστώ κάτι πέρα από τα δικά του λόγια και αποκλειστικά τις δικιές του εντολές.
Και το κάνω. Δεν ακούω τίποτα άλλο, ή τουλάχιστον δεν δίνω σημασία σε οτιδήποτε πέρα από αυτόν, γιατί εκείνος είναι σημαντικός και αξίζει παραπάνω από οτιδήποτε, κι εκείνος χαίρεται και είναι πραγματικά χαρούμενος μαζί μου και όχι με κάποιον άλλον. Τον κάνω εγώ χαρούμενη και θα συνεχίσω να τον υπακούω, αν αυτό σημαίνει πως θα με ακουμπήσει έστω λίγο περισσότερο, πως μερικά λεπτά από την πολύτιμη ζωή του θα είναι αφιερωμένα σε εμένα, πάνω μου, χαρισμένα από εκείνον.
Χαμογελάω, γιατί η λεπίδα που κρατάω στο χέρι μου δείχνει πανέμορφη κάτω από το λιγοστό φως του δωματίου. Πριν λίγα δεύτερα μου ζήτησε να την σηκώσω από το έδαφος, και τώρα, γονατισμένη, είμαι έτοιμη να ακούσω την επόμενη ομάδα λέξεων, τον σχηματισμό της τελευταίας πρότασης, την ολοκλήρωση αυτής τη συνάντησης. Ευτυχώς με πλησιάζει, αργά, δεν λέει κάτι αμέσως και γονατίζει μπροστά μου, για να έχει το ίδιο ύψος με τα μάτια μου. Πιάνει το πρόσωπό μου στα δύο του χέρια και δακρύζω από χαρά όταν αντικρίζω τα λαμπερά του μάτια. Είναι πάλι χαρούμενος, παρατηρώ, και ενθουσιάζομαι περισσότερο κι εγώ. Γελάω, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν είναι μόνο στο κεφάλι μου. Πλησιάζει τα χείλη του κοντά στα δικά μου, και πριν μου δώσει ένα απαλό άγγιγμα από τη ψυχή του, μου ψιθυρίζει, «Πέρασε τη λεπίδα από τον λαιμό σου, αγάπη μου», και το μυαλό μου είναι θολωμένο και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, γιατί με είπε αγάπη του. Είμαι δική του.
Δεν χρειάζεται να το πει δεύτερη φορά και τον υπακούω. Τα δάχτυλά μου τρέμουν, αλλά το δικαιολογώ στην κατάσταση έκστασης μου. Αφήνει το πρόσωπό μου μεθοδικά και συνεχίζει να παρακολουθεί τις κινήσεις μου, ανυπόμονος να κάνω τις διαταγές πράξη. Η λεπίδα φτάνει σε απόσταση αναπνοής από το σώμα μου και λίγο πριν τον χάσω, του λέω σιγανά, «Σ’ αγαπάω», αφήνοντας την κόκκινη πηχτή γραμμή να διασχίσει επιτέλους από την μία άκρη έως την άλλη το δέρμα μου, βαθιά.
Στην νέα μου κατάσταση, έχω τη δυνατότητα να διαβάσω τις σκέψεις του. Η τελευταία ήταν περισσότερο υποφερτή από τις προηγούμενες, μαλώνει τον εαυτό του σαν να είναι δικό του λάθος, ή σαν να απέκτησε ξαφνικά κάποιο μεγάλο ελάττωμα, την στιγμή που άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να με συμπαθήσει περισσότερο από την τελευταία κοπέλα. Καθαρίζει την λεπίδα που χρησιμοποίησα δεύτερα πριν, από το αίμα. Παίρνει το πάσο του, δεν βιάζεται. Τα μάτια του πέφτουν στο σώμα μου, όχι εκεί που είμαι τώρα όμως – όρθια δίπλα του, αλλά εκεί όπου βρίσκεται το νεκρό σώμα μου, με κομμένο λαιμό, στο πάτωμα απέναντί του. Δεν νιώθει ενοχές. Δεν νιώθει τίποτα. Αμέσως μετά υπόσχεται πως στο επόμενο κυνήγι θα γυρίσει πάλι στις καλομαθημένες, βολικές, ηλίθιες και προπάντων ευκολόπιστες γυναίκες, που δεν κάνουν την δουλειά του πιο δύσκολη. Μένω λίγο έκπληκτη που έπρεπε να βρει το κουράγιο για να σκοτώσει εμένα. Γιατί η Εμένα δεν είναι σημαντική και γιατί η Εμένα δεν ξεχωρίζει.
«Μην ανησυχείς», ακούγεται μια φωνή και για λίγο φοβάμαι πως ξέρει ότι είμαι ακόμα εκεί και θα μου κάνει κακό, γιατί πλέον προφανώς δεν με αγαπάει και δεν έχω αξία για αυτόν. Όταν γυρίζω την πλάτη μου, ευτυχώς ένας άλλος άντρας με κοιτάει, καθισμένος στο πάτωμα, σε μία από τις κυριολεκτικά μόνο τέσσερις γωνίες του μικρού δωματίου, με τη πλάτη του να ακουμπάει στον μουχλιασμένο τοίχο που πριν δεν είχα παρατηρήσει. Είναι κουρασμένος, νιώθω. Οι σκιές καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου του αλλά καταλαβαίνω πως με κοιτάει χωρίς να έχει ίχνος άγχους στα μάτια του, πέρα από μία γεύση της παλιάς του ζωής, που τώρα έχει αρχίσει να χάνεται σιγά-σιγά. «Το παθαίνουν συχνά», ξαναμιλάει.
Κρατάω επιφυλακτική στάση και προσπαθώ να μείνω αρκετά μακριά του. «Ποιοι παθαίνουν τι;», ρωτάω περισσότερο εχθρικά από ότι θα έπρεπε να φέρομαι σε κάποιον άγνωστο που τουλάχιστον εκείνος δεν με είχε αναγκάσει να αυτοκτονήσω.
Γελάει χαμηλόφωνα. «Κανείς δεν σε ανάγκασε να κάνεις τίποτα», λέει σαν να σχολιάζει τις σκέψεις μου και ύστερα απαντάει στην προηγούμενη ερώτησή μου. «Όλες όσες τον εμπιστεύονται», κάνει ένα νεύμα με το βλέμμα του να μετακινείται για λίγο πίσω από τον ώμο μου, εκεί που βρίσκεται ακόμα ο άντρας. «Δεν είσαι η πρώτη. Μην ανησυχείς», επαναλαμβάνει.
Νιώθω το σώμα μου να αρχίζει να καίει, το πρόσωπό μου να κοκκινίζει, η καρδιά μου να πάλετε με δύναμη κάτω από το στήθος μου. Έχω την ανάγκη να χτυπήσω κάτι. Θέλω να τον βρίσω, αλλά δεν βρίσκω λόγο που πρέπει να το κάνω, ούτε έχω κάτι να του φωνάξω. Το καταλαβαίνει – δεν ξέρω πως, αλλά το κάνει. Και όταν έρχεται νέο κύμα, καταλήγω να βγάζω έναν ήχο από τον λαιμό μου, σαν να τα παρατάω και σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα, προσπαθώντας να εξωτερικεύσω τα νεύρα μου, την ζήλια μου, την αγανάκτησή μου, την λύπη πως πλέον όλα αλλάζουν.
«Δεν με ξέρεις», λέω τελικά και του γυρίζω την πλάτη. Δεν κοιτάω μπροστά μου, αλλά κλείνω τα μάτια σφικτά γιατί έτσι κανένα θέαμα δεν θα μπορέσει να με πονέσει παραπάνω. «Δεν ξέρεις ποια είμαι για να μιλάς».
Γελάει. Ακούω το γέλιο του και προς στιγμή σχηματίζω την εικόνα ενός ανώριμου παιδιού που ενώ ξέρει ότι ο μεγάλος έχει δίκιο, χωρίς να βρει κάτι έξυπνο να απαντήσει, απλά γελάει. «Νομίζω πως έμαθα αρκετά όση ώρα σε έβλεπα να τον υπακούς», μιλάει με αυτάρεσκο τόνο. Κάτι άλλο κουνιέται, νομίζω έχει σηκωθεί από το πάτωμα και παίρνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Μόλις φτάνει κοντά, στέκεται δίπλα μου. «Σε ξέρω παραπάνω από ότι γνωρίζεις εσύ εκείνον», η φωνή του είναι πιο κοντά τώρα.
Σκέφτομαι κάτι κακό για αυτόν και το πιάνει.
«Μην το κάνεις αυτό», του λέω νευριασμένα. Ανοίγω τα μάτια μου μόνο και μόνο για να τον αντικρίσω. Βρισκόμαστε σχεδόν κάτω από το φως, οπότε τα χαρακτηριστικά του είναι περισσότερο ευδιάκριτα τώρα. Έχει ένα μεγάλο κόψιμο στο αριστερό μάγουλό του και φαίνεται βαθύ, πρόσφατο, πολύ πρόσφατο, γιατί το αίμα δεν έχει ξεραθεί ακόμα. Ο ιδρώτας έχει αναγκάσει μερικές καστανόξανθες τούφες από τα όχι και τόσο κοντά μαλλιά του να κολλήσουν σε μερικά σημεία του προσώπου του και υπάρχουν μερικές βρωμιές από χώμα στο πιγούνι, το μέτωπο και κάτω από τα μάτια του. Φαίνεται ταλαιπωρημένος.
 «Μην κάνω τι;», ρωτάει και με επεξεργάζεται κι εκείνος. Κάνει σίγουρα λιγότερη ώρα από εμένα και με αρκετά χαμηλότερο ενδιαφέρον.
«Μην διαβάζεις τις σκέψεις μου», του εξηγώ. «Θα το εκτιμούσα αφάνταστα».                 
Ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες του μερικές φορές, έχοντας κενό βλέμμα. Συνοφρυώνεται για δύο δεύτερα και μετά βλέπω την έκφραση του να αλλάζει απότομα, σαν να έχει μόλις συλλογιστεί για πρέπει να τον ενδιαφέρει η γνώμη μου. «Ήταν καλύτερα όσο ήσουν σκύλα του», μουρμουρίζει ξεφυσώντας, και αρχίζει να περπατάει πίσω από τον άντρα που μόλις έχει αρχίσει να φεύγει από το δωμάτιο. Χωρίς να γυρίσει πίσω, μου κάνει μία κίνηση με το χέρι του να τον ακολουθήσω. «Κουνήσου, έχουμε δουλειά να κάνουμε», λέει απότομα, χωρίς να μου δίνει επιλογές άρνησης. 


***


Έπιασε το πρόσωπό του ξένου και το ένιωσε ζεστό κάτω από τα δάχτυλά της. «Είσαι απαλός», του είπε. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί. Να θυμηθεί γιατί είχε το δικαίωμα να τον ακουμπάει και γιατί αυτός την άφηνε να ασκήσει αυτό το δικαίωμα πάνω του. «Δεν σε ξέρω, όμως», ξαναμίλησε, παίρνοντας το χέρι της από πάνω του. Έκανε ένα βήμα πίσω, αργό, να μην φοβίσει τον ίδιο της τον εαυτό. «Συγνώμη».
Ο ξένος προσπάθησε να χαμογελάσει και απέτυχε με μια σκιά στα χείλη του. Κατάπιε δυνατά, προσπάθησε να μη δείξει τους λυγμούς που ένιωθε στο βάθος του λαιμού του. «Όχι, με ξέρεις», είπε βραχνά, με τη φωνή του να είναι σχεδόν ψίθυρος. Σιγουριά στα λόγια, για τέτοια αδυναμία που ένιωθε. «Αλήθεια. Με ξέρεις. Εγώ σε θυμάμαι».
«Εγώ όχι».
Δεν είπε κάτι.
Τον κοίταξε – παραπονέθηκε μέσα της που εκείνος δεν έκανε βήμα να καλύψει την απόσταση. Ξεφύσησε συνωμοτικά στο κεφάλι της. Άπλωσε πάλι το χέρι της και τον ακούμπησε. Δεν της είπε τίποτα, μόνο η έκφρασή του άλλαξε λίγο επειδή άρχισε να δαγκώνει τα μάγουλά του, να κρατηθεί.


***


 «Είχες πει πως δεν θα ξαναγίνει, Elle», λέει νευριασμένα εκείνος και την κοιτάει εξαγριωμένος κάτω από τα συνοφρυωμένα φρύδια του. «Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν είχες πει; Πως δεν θα ξαναγίνει», συνεχίζει και νιώθει τα νεύρα κάτω από το δέρμα του να τεντώνονται περισσότερο. Μισεί αυτό το συναίσθημα. Μισεί να είναι εκτός ελέγχου, μισεί να μην είναι ήρεμος, μισεί πως βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση. Μισεί.
«Χαλάρωσε», του λέει ήρεμα εκείνη και ρίχνει λίγο ουίσκι στο ποτήρι της. Του έχει γυρισμένη την τέλεια πλάτη της και τα μακριά μπούκλες ξανθά μαλλιά της την καλύπτουν, είτε γιατί νιώθει άβολα με το να τον κοιτάει κατευθείαν, ή επειδή δεν έχει λόγο να πάρει στα σοβαρά την συζήτηση. Σύμφωνα με τις σκέψεις τις, όλα θα πάνε καλά, τίποτα δεν είναι στραβό, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Δεν θα γίνει κάτι για μία ακόμα φορά και θα κερδίσουμε πολλά από όλο αυτό». Γυρίζει το σώμα της και του χαμογελάει. «Πέρασε τόσος καιρός και θα κάνεις πίσω τώρα;», τονίζει το τώρα, γιατί ο χρόνος παίζει ρόλο στα σχέδιά τους και είναι σημαντικό να του θυμίζει όλες εκείνες τις άπειρες ώρες υπομονής. «Έλα τώρα, Caleb», γελάει κάτω από την γουλιά που μόλις έχει κατεβάσει.
Ο άντρας νιώθει για λίγο ένα μεγάλο κενό εκεί που άκουσε το όνομά του. Δεν το αναγνωρίζει πλέον, δεν είναι μέρος της ύπαρξής του. Νιώθει σαν η γυναίκα να έχει μόλις αναφερθεί σε κάποιο άλλο άτομο στο δωμάτιο, αλλά οι πληροφορίες συγκεντρώνονται σιγά-σιγά –- δεν υπάρχει κανείς άλλος πέρα από εκείνη και εκείνον. Οπότε αναφέρεται σε αυτόν.
«Μην με λες έτσι», της κάνει μετά από λίγο και φαίνεται λίγο άβολα από την ξαφνική αλλαγή στη στάση του σώματός του. Προσπαθεί να μην το δείξει.
Η Elle σηκώνει τους ώμους της και κουνάει με μεθοδικές κινήσεις το ποτήρι της. «Χρειάζεσαι ένα όνομα για τον έξω κόσμο, όμορφε», λέει και πίνει το τελευταίο περιεχόμενο του ποτού της.
Ο Caleb κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και την αγριοκοιτάζει πάλι. «Κανείς δεν έχει ζητήσει ποτέ το όνομά μου. Δεν χρειάζεται να το ξαναναφέρεις», της λέει κάτω από τα δόντια του.
Ξαναγελάει η γυναίκα. «Όπως θες». Παίρνει μερικά βήματα προς το μέρος του και όταν είναι αρκετά κοντά, του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο με τις άκρες των δαχτύλων της. Επεξεργάζεται το σχεδόν τέλεια συμμετρικό πρόσωπό του. Ο άντρας έχει σταρένιο δέρμα, σκούρο καστανά μαλλιά μιας απαλής, γήινης απόχρωσης, κοντά και ατημέλητα, έντονα σκούρο πράσινο μάτια. Οι μυς του διαγράφονται κάτω από τα ρούχα του και αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που αν δεν τον ήξερε, θα έλεγε πως είναι απόλυτα υγιείς… και πανέμορφος. Στα δικά της μάτια φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι. Μερικές φορές τον βρίσκει αποκρουστικό. Δεν αναφέρει κάτι, όμως. «Αλλά πρέπει να το κάνεις…», του λέει με χαμηλόφωνη φωνή, μετά από λίγο. Ένα σχεδόν νιαούρισμα μίας επικίνδυνης γάτας.
Το κεφάλι του τού λέει να πει όχι. Του το φωνάζει. Η καρδιά του ουρλιάζει να ξεκουμπιστεί από εκεί πέρα, πως όλο αυτό δεν θα τελειώσει καλά και πως μερικές φορές πρέπει να κάνεις πίσω, ακόμα και αν θυσιαστούν στόχοι που δούλεψες σκληρά για χάρη τους. Για χάρη της.
Έχουν γίνει τόσα πολλά. Τόσος πολύς καιρός. Θα έπρεπε να τελειώνει με αυτή την ιστορία, να σταματήσει η παράσταση, επιτέλους οι ηθοποιοί να ξεκουραστούν από τους ρόλους τους. Να τους ξεχάσουν. Αλλά όχι. Στριφογυρίζει τα μάτια του, αντί να αρνηθεί. Ξεφυσάει. «Τελευταία φορά στη Νέα Υόρκη», μουρμουρίζει.
«Τελευταία», του υπόσχεται παιχνιδιάρικα.
«Και μετά φεύγουμε», επιμένει.
«Και μετά φεύγουμε», συμφωνεί κι εκείνη. Ανοίγει λίγο με τα χέρια της τα πρώτα κουμπιά του πουκάμισού του. Του χαϊδεύει με αγάπη το στήθος. Κρατάει στην παλάμη της το μενταγιόν του άντρα, εκείνο που χρόνια πριν την είχε τραβήξει πάνω του, μια μικρή χρυσαφένια πλάκα που στο κέντρο της φαίνεται να κρατάει ένα άδειο, νεκρό φιαλίδιο. Δεν λάμπει – και είναι άχρηστο όσο δεν λάμπει, αλλά ξέρει πως σε λίγο θα φωτίζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Γεμίζει περηφάνια, χαρά, ευχαρίστηση, λίγο ηδονή κιόλας. «Now I return to my distraught shell, the masque of falseness has taunted me well», αρχίζει να ψελλίζει μερικούς στίχους από ένα τραγούδι. «The Charmer is laughing, has left me to die…», τον κοιτάει κατάματα κι εκείνος ανταποδίδει το βαθύ βλέμμα. Και οι δύο χαμογελάνε πολύ πλατιά τώρα, ο ένας να το εννοεί λιγότερο από τον άλλο. «…Deceived with power, I've swallowed the lie». 


***


«Λοιπόν, τι θα κάνουμε;», τον ρώτησε τελικά και κράτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό του. Της ήταν εύκολο. Εκείνος από την άλλη φαινόταν να μην μπορεί να τη κοιτάει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τον βοηθούσε όμως που είχαν τα χέρια τους μπλεγμένα ανάμεσα στα σώματά τους. Σώματα πολύ κοντά και κανείς δεν φαινόταν να θέλει να φύγει. Ούτε εκείνη ήθελε. Δεν ήταν μόνος του σε αυτή την επιλογή.
«Τι εννοείς;», είπε βραχνά. Οι σκέψεις του (περίπλοκες, ψυχοφθόρες σκέψεις) δεν τον άφηναν να έχει πολύ χώρο για να επεξεργαστεί πράγματα.
Του χαμογέλασε, το ίδιο χαμόγελο που είχε χρησιμοποιήσει κάποιες μέρες πριν για να δείξει στο νήπιο της αδερφής της πως δεν την πείραξε που ζωγράφισε τους τοίχους. «Πρέπει κάτι να κάνουμε, σωστά;», μουρμούρισε γλυκά. «Για την κατάστασή μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε».
Τα μάτια του έπιασαν υγρασία. Ήταν αντανακλαστικό που δεν μπόρεσε να κρατήσει. Δεν ήξερε αν εκείνη μπορούσε να τον δει. Ευχήθηκε το σκοτάδι να ήταν αρκετό για να καλύψει την αδυναμία του. «Νομίζω δεν έχουμε πλέον κατάσταση», η φωνή του βγήκε αδύναμη και αποφάσισε πως δεν άξιζε να παλεύει την επαφή με τα μάτια. Ξεκούρασε το βλέμμα του στα κουμπιά του παλτού της. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, αλλά το κρύο ήταν αισθητό εδώ και ώρα.
Έσφιξε τα χέρια της πάνω από τα δικά του και προσπάθησε να τα ζεστάνει.


***


Ο καπνός έφυγε από τα χείλη του και με μεθοδικές κινήσεις, σχεδόν σαν λικνίσματα, άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Είδε την παχιά στρώση καρκίνου να εξαφανίζεται μέσα στο γκρίζο καιρό και να γίνεται ένα με τα σύννεφα. Σκέφτηκε πως πονάει, και το στήθος του ανέβηκε με δυσκολία για άλλη μία ανάσα. Κάτι οξύ ενοχλούσε το στομάχι του, ύστερα κάτι ανακατεύτηκε εκεί μέσα και στο τέλος βρήκε τον εαυτό του να κάνει εμετό στις αρχές ενός μικρού δρόμου που έβγαινε σε αδιέξοδο. Έφτυσε δύο φορές ακόμα και έβρισε τον Θεό. Σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη της παλάμης του, πιάνοντας την ίδια στιγμή με το άλλο του χέρι ένα μικρό σπασμένο τελάρο δίπλα στον ξεχειλισμένο κάδο. Έκατσε στο χαλασμένο πλαστικό και κάλυψε τον εαυτό του με τις σκιές του μονοπατιού ∙ να μπορεί να βλέπει το πεζοδρόμιο και τον κεντρικό δρόμο, αλλά να παραμένει αόρατος.
Είδε τους ανθρώπους να τρέχουν βιαστικά και ύστερα πρόσεξε τα τέρατα στον δρόμο δίπλα τους, είτε να περιμένουν ανυπόμονα το σωστό χρώμα στο φανάρι ή να παραβιάζουν κανόνες, κινδυνεύοντας να κατασπαράξουν τους ανθρώπους που περνούσαν πάνω-κάτω τις διαβάσεις. Ο ήχος που βγήκε από το βάθος του λαιμού του ήταν ό,τι κοντινότερο σε γέλιο και ύστερα ο βήχας του έκοψε το τρένο των σκέψεών του. Όταν μπόρεσε να σκεφτεί πάλι καθαρά, σταμάτησε το χέρι του στον αέρα, την στιγμή που ήταν έτοιμο να αρπάξει το πακέτο από την τσέπη του. Είχε όρεξη να ανάψει πέντε τσιγάρα την ίδια στιγμή και να καταπιεί τον θάνατο χωρίς δισταγμό, αλλά λιγόστευαν οι μπάρες ελευθερίες στο βάθος του παλτού του, και έπρεπε να προσέχει την κατανάλωση.
Έβαλε το αντίθετο του χέρι στην άλλη τσέπη και έβγαλε μια χιλιοδιπλωμένη και σπασμένη σε πολλά σημεία φωτογραφία από μέσα. Χαμογέλασε στον εαυτό του όσο κοίταζε για πολλοστή φορά το περιεχόμενο της. Υπήρχε στο κάτω μέρος, προς τα δεξιά, μια μικροσκοπική σειρά από καλλιγραφικά γράμματα. Μπόρεσε (πόσες φορές είχε μπορέσει, άραγε) να διαβάσει το, Θα έκανα τα πάντα για εσένα, που είχε στολίσει καλλιτεχνικά το πορτρέτο. Τον πείραζε πάντα αυτή η πρόταση. Του φαινόταν λάθος η επιλογή των λέξεων και πάνω από όλα, το νόημα. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν ικανός να κάνει τα πάντα. Ίσως σε ένα σημείο να υπήρχε χώρος συζήτησης, αλλά το πάντα καθ’ αυτό κόντευε τη βλασφημία. Και τι ήταν αυτό το Θα έκανα; Γιατί να μην είναι Θα κάνω, ή τουλάχιστον Θα προσπαθήσω;
Τσαλάκωσε απότομα τη φωτογραφία στη παλάμη του και έχοντας τη κάνει μπάλα, τη πέταξε στη μέση του μουσκεμένου δρόμου, νευριασμένος. Έπιασε χούφτες τα μαλλιά του και άρχισε να τα τραβάει, πηγαίνοντας μπρος-πίσω στη θέση του. Κοπάνησε το χέρι του στον τοίχο, μετά έριξε κλωτσιές στον αέρα, χωρίς να αφήσει το τελάρο. Πήρε μισή ανάσα. Έκατσε να δει μερικά αυτοκίνητα να ποδοπατάνε τη φωτογραφία και ύστερα ξεφύσησε, παρετημένος. Σηκώθηκε αργά, και με ήρεμα βήματα πλησίασε τον δρόμο, σταματώντας τη κυκλοφορία. Ο ταξιτζής άρχιζε να του κορνάρει και να βρίζει σε μια γλώσσα της Μέσης Ανατολής. Περαστικοί σταμάτησαν απλά από περιέργεια. Πήρε πάλι πίσω τη φωτογραφία και επέστρεψε στις σκιές, χωρίς να κάτσει κάτω. Ο κόσμος των τεράτων συνέχισε πάλι αμέριμνος.
«Τι θα κάνω με εσένα;», ψιθύρισε πονεμένα στο χαλασμένο πλαστικό. Το ξεδίπλωσε, το έστρωσε, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε πάθει μεγαλύτερη ζημιά και το ξαναέβαλε στη θέση του. Πριν φύγει από το δρομάκι, αποφάσισε πως η περίσταση απλά ζήταγε για τα πέντε εκείνα τσιγάρα.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ξεθώριασμα




rainclouds come to play

Δεν κλαις αρκετά, είπε η πρώτη σκέψη που ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Το οποίο είναι αρκετά περίεργο γιατί περνάς ολόκληρες περιόδους που δεν μπορείς να μην κλάψεις. Αλλά ναι, δεν κλαις αρκετά. Τελευταία.

she’s not breathing

Θέλεις να κλαίω περισσότερο; ρώτησε η δεύτερη σκέψη και κολύμπησε στο μαύρο του ταβανιού. Συνάντησε τη πρώτη σκέψη και στάθηκε δίπλα της. Δεν σου άρεσε όταν έκλαιγα. Με έλεγες αδύναμη, κλαψιάρα, πως το παραμικρό με ενοχλεί και πρέπει να μάθω να είμαι δυνατή.

don’t try to fix me

Ήσουν κλαψιάρα, παραδέχτηκε η σκέψη και έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της. Αλλά είσαι πολύ ήσυχη τις τελευταίες μέρες, εβδομάδες. Δεν λέω πως μου έλλειψε ή ότι μου αρέσει, αλλά γιατί δεν κλαις;

I am the lie

Εεε.., η δεύτερη σκέψη τραβήχτηκε παραπέρα. Έκανε πως έψαχνε με ενδιαφέρον μέσα στο σκοτάδι και στις σκιές. Βαρέθηκα. Λίγο.

you can hide

Γιατί;

don’t cry

Είμαι κουρασμένη μάλλον. Γιατί ρωτάς;, γύρισε πάλι προς την αρχική σκέψη και περίμενε υπομονετικά απάντηση.

not sleeping

Αν είχε ώμους ή χέρια, θα τα σήκωνε, αλλά η σκέψη κούνησε την μικρή ύπαρξή της, Ω. Τίποτα, και κολύμπησε γρήγορα πάλι από εκεί που είχε έρθει.

hello

Η δεύτερη σκέψη έμεινε λίγο παραπάνω κοντά στο ταβάνι. Εντάξει…, μουρμούρισε και εξαφάνισε τον εαυτό της.

I’m still here…




Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλικοί Επιπλέοντες


«To 1992, ένα κοντέινερ έπεσε στον ωκεανό στον δρόμο του από την Κίνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, χάνοντας 29,000 πλαστικά παπάκια στον Ειρηνικό Ωκεανό. Δέκα μήνες αργότερα, το πρώτο από αυτά τα πλαστικά παπάκια ξεβράστηκε στις ακτές της Αλάσκας. Από τότε, αυτές οι πάπιες έχουν βρεθεί στη Χαβάη, Νότια Αμερική, Αυστραλία, και ταξιδεύουν αργά στο εσωτερικό του πάγου της Αρκτικής.
Παρόλα αυτά, 2,000 από τις πάπιες παγιδεύτηκαν στην Βόρεια Ειρηνική Δίνη – μια δίνη ρευμάτων, τα οποία ρεύματα μετακινούνται ανάμεσα στην Ιαπωνία, Αλάσκα, Βορειοδυτικά του Ειρηνικού και στα νησιά Aleutian. Αντικείμενα που πιάνονται στη δίνη, συνήθως παραμένουν εκεί μέσα. Καταδικασμένα να ταξιδεύουν στην ίδια πορεία, για πάντα κάνοντας κύκλους στα ίδια νερά… αλλά όχι πάντα. Τα μονοπάτια τους μπορούν να αλλάξουν από μια αλλαγή στον καιρό, μια καταιγίδα στη θάλασσα, μια τυχαία συνάντηση με ένα κοπάδι από φάλαινες.
Είκοσι χρόνια από τότε που τα πλαστικά παπάκια χάθηκαν στην θάλασσα, συνεχίζουν να εμφανίζονται στις παραλίες ολόκληρου του κόσμου. Ο αριθμός των παπιών στη δίνη έχει μειωθεί, το οποίο σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ελευθερωθούν, ακόμα και έχοντας μετά από χρόνια συνεχίσει τους ίδιους κύκλους, στα ίδια νερά. Είναι δυνατόν να βρουν έναν τρόπο προς την ακτή.

[…]

Υπάρχουν 31, 530, 000 δευτερόλεπτα μέσα σε έναν χρόνο, χίλια χιλιοστά του δευτερολέπτου σε ένα δεύτερο, ένα εκατομμύριο μικροδευτερόλεπτα, ένα δισεκατομμύριο νανοδευτερόλεπτα, και η μία σταθερή σύνδεση ανάμεσα στα νανοδευτερόλεπτα με τα χρόνια, είναι η αλλαγή. Το σύμπαν, από τα άτομα μέχρι και τον γαλαξία, βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση ρευστότητας. Αλλά εμείς οι άνθρωποι δεν συμπαθούμε την αλλαγή – την πολεμάμε, μας φοβίζει. Έτσι, δημιουργούμε την παραίσθηση της στάσης. Θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας, τον κόσμο του τώρα, που παρόλα αυτά, το μεγάλο παράδοξο παραμένει το ίδιο. Την στιγμή που αρπάζουμε το τώρα, το τώρα έχει φύγει. Κρεμόμαστε από στιγμιότυπα, αλλά η ζωή κινεί εικόνες, κάθε νανοδευτερόλεπτο διαφορετικό από το τελευταίο. Ο χρόνος μάς αναγκάζει να ωριμάσουμε, να προσαρμοστούμε, επειδή κάθε φορά που ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας, ο κόσμος αλλάζει κάτω από τα πόδια μας. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε νανοδευτερόλεπτο, ο κόσμος αλλάζει. Ηλεκτρόνια συγκρούονται μεταξύ τους και αντιδρούν – άνθρωποι  συγκρούονται και αλλάζουν τη πορεία, ο ένας του άλλου.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη, συνήθως είναι στρεβλή και δύσκολη, αλλά ίσως αυτό είναι κάτι καλό, επειδή η αλλαγή είναι που μας κάνει δυνατούς, μας κρατάει ανθεκτικούς, και μας μαθαίνει να εξελισσόμαστε».


Λόγω της αλλαγής και λόγω των 31, 530, 000 δευτερολέπτων του χρόνου, μαζί με τα νανοδευτερόλεπτα που ακολούθησαν, τα παπάκια άρχισαν να αποχαιρετούν την δίνη και να εμφανίζονται όλο σε περισσότερες ακτές. Έχει ακουστεί πως σε κρίσιμες στιγμές, υπήρξαν άτομα που άλλαξαν ολόκληρες κοσμοθεωρίες, επειδή μπροστά τους εμφανίστηκε ένα πλαστικό παπάκι, μόνο του στην άκρη του νερού, ή αρκετά βαθιά για να μη μπορεί να φτάσει μόνο του την ακτή.

Δεν έχω πάει εδώ και καιρό κοντά σε θάλασσα. 


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Αλλάζεις;


I invite you to a world where there is no such thing as time. Every creature lends themselves to change your state of mind. 
The girl that chased the rabbit, drank the wine, and took the pill.







Αλλάζεις.
Υπάρχουν μερικές σταγόνες από βροχή πάνω στο παράθυρο και σταμάτησε να βρέχει πριν λίγα λεπτά. Δεν πρόλαβε να κάτσει να ακούσει την βροχή με ησυχία ή να παρατηρήσει τον τρόπο που ο ουρανός φαίνεται χαρούμενος μέσα στο σκοτάδι από πυκνά σύννεφα. Ευχήθηκε να μη έρθει ο ήλιος, ούτε να έρθει το γρήγορο σκοτάδι του χειμώνα, αλλά ο ήλιος ήρθε, το σκοτάδι του χειμώνα άργησε λίγο, αλλά ήρθε κι αυτό, και εκείνη δεν έφυγε από το παράθυρο, γιατί ξέχασε αμέσως την ευχή.
Αλλάζεις, με τρομάζεις.
Δεν θυμάται πρόσωπα από την παιδική της ηλικία γιατί ποτέ δεν σήκωσε το βλέμμα της να τους κοιτάξει στα μάτια. Υπήρχε πάντα η αμηχανία ανάμεσα σε μεγαλύτερους ή ίδιας ηλικίας παιδιά πως εκείνοι είχαν το δικαίωμα να τη κοιτάξουν στα μάτια, ενώ εκείνη έπρεπε να υποστεί τη ματιά τους και να κοιτάξει αλλού, επειδή είτε είχε κάνει κάτι λάθος ή ήξεραν το ίδιο καλά με εκείνη πως από τη στιγμή που θα κοιτούσε τα μάτια τους, θα σταμάταγε να ακούει τη συζήτηση και απλά θα τα μελετούσε. Μερικές κλεφτές ματιές είναι τα πρόσωπα μερικών χρόνων πριν.
Αλλάζεις, με τρομάζεις, σε παρακαλώ, σταμάτα.
Αν το σκεφτεί, η ατμόσφαιρα άρχισε πολλά χρόνια πριν να γεμίζει με λάθος αέρα, με οξυγόνο που είχε ίχνη δηλητηρίου, αλλά στην πραγματικότητα μόνο δύο χρόνια πέρασαν. Θα συνεχίσει με την από πάντα θεωρία γιατί είναι πιο εύκολο να εξηγήσει έτσι, όχι πως εξηγεί ποτέ ή ότι το θεωρεί εύκολο, αλλά θα συνεχίσει. Και από την άλλη, το τζάμι έχει στεγνώσει και ο ουρανός δείχνει καλοκαιρινός στη μέση του χειμώνα, αλλά δείχνει τουλάχιστον και αυτό είναι αρκετό για μερικούς. Εκείνη, αντιθέτως, προτιμά τη βροχή. Πρωινά Σαββατοκύριακου, ή μερών αργίας ή αρρώστιας, και όχι καθημερινές. Οι καθημερινές είναι βαρετές, δεν έχουν θέση με τη βροχή.
Αλλάζεις, με τρομάζεις.
Το κρύο δεν το νιώθει όπως οι άλλοι και οι κουβέρτες δεν είναι αρκετές, οπότε τις πετάει. Δεν τρέμει όταν πρέπει, δεν λέει ότι κρυώνει, δεν μουρμουρίζει με κροταλίσματα δοντιών, ούτε όμως αντιμιλάει αν της πουν ότι οι κοντές μπλούζες ανήκουν σε άλλη εποχή, μακριά από τώρα. Δεν καταλαβαίνουν, δεν χρειάζεται να εξηγήσει, αλλά δεν καταλαβαίνουν. Και πάλι δεν χρειάζεται να εξηγήσει, το κρύο είναι ο παγωμένος αέρας για εκείνους, κρύο σπίτι για την ίδια. Δεν χρειάζεται να εξηγήσει.
Αλλάζεις.
Μερικές  φορές υπάρχει το κούνημα —το μικρό κούνημα— ουράς και επίσης υπάρχει στιγμιαία χαρά, αλλά η ουρά σταματάει να κουνιέται ή κουνιέται προς διαφορετική κατεύθυνση και πότε ήταν η τελευταία φορά που ουρά κουνήθηκε προς εκείνη και δεν άλλαξε αμέσως κατεύθυνση; Γιατί οι ουρές δεν είναι σαν τις σταγόνες στο παράθυρο και δεν κάθονται λίγο παραπάνω, ακόμα και αν σκοπεύουν να εξαφανιστούν με τον ήλιο; Γιατί οι ουρές παύουν να κουνιούνται χαρούμενα, γιατί το μικρό κούνημα μετατράπηκε γρήγορα σε τρεμούλιασμα; Μερικές φορές υπάρχει το κούνημα.
Αλλά σταμάτησες να με τρομάζεις.
Τελικά άκουσε μικρά χτυπήματα στη διπλανή στέγη, όταν σηκώθηκε να πάει στο σαλόνι. Έτρεξε στο παράθυρο, περίμενε, αλλά δεν έβρεξε.

(Με αηδιάζεις.)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ο 3ος



Η μουσική που άρχισε να παίζει στον αέρα δεν ήταν δυνατή. Οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν να την ακούσουν, μερικά αυτιά την χάρηκαν, άλλα την αγνόησαν. Το μεγαλύτερο ποσοστό την μίσησε, άρχισε να μιλάει πιο δυνατά, να φύγει η μελωδία από γύρω τους, λες και ήταν αρρώστια. Οι μαύρες φιγούρες πάνω από την κούνια έμειναν ακίνητες, ακόμα και όταν άκουσαν την μουσική. Δεν τους ένοιαζε. Έγιναν ένα με τον φωτισμό του παιδικού δωματίου, τις απογευματινές φωνές έξω στον δρόμο. Χωρίς προσπάθεια κατάφεραν να μην τραβήξουν την προσοχή της οικογένειας που βρισκόταν πολύ κοντά, αλλά όπως και τη μουσική, αγνοούσε και τη παρουσία τους.
«Είναι μικρή», παρατήρησε ο ένας σοβαρά, μετά από ώρα ησυχίας. «Είναι πολύ μικρή», σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τη μαύρη φιγούρα που βρισκόταν στην μέση των τεσσάρων αντρών. «Δεν μπορεί να μας βοηθήσει».
«Είναι μία από τις τρεις», μουρμούρισε ο μεσαίος με σιγουριά. Τοποθέτησε τα  χέρια του πάνω στη κούνια προστατευτικά, χωρίς να κάνει φασαρία. Χαμογέλασε ελάχιστα, αρκετά για να το νιώσει αυτός και τα κλειστά μάτια στο πλάσμα που ήταν σκεπασμένο στο βάθος της κούνιας.
«Παραμένει μικρή», επέμεινε ο πρώτος. «Είναι και οι άλλες δύο τόσο μικρές; Είναι αστείο, δεν γίνεται να σκεφτόμαστε τέτοιες επιλογές. Άκουσε με, είναι μικρή», συνέχισε να παραπονιέται.
«Είναι όμορφη», ακούστηκε χαμηλόφωνα λίγο πιο πέρα, ο τρίτος.
«Άνθρωπος», τον διόρθωσε ο τελευταίος και διπλανός του. «Είναι άνθρωπος. Θυμήσου του».
Ο τρίτος δεν πήρε τα μάτια του πάνω από το βρέφος και ζαρώθηκε στη θέση του χωρίς να απαντήσει.
Ο μεσαίος καθάρισε τον λαιμό του, όχι επειδή το χρειαζόταν, αλλά για να μαζέψει την προσοχή των υπόλοιπων τριών φιγούρων. «Είναι μία από τις τρεις», μίλησε με σταθερή φωνή και δεν σκόπευε να συνεχίσει πολύ παραπάνω τη συγκεκριμένη συζήτηση. «Δεν αλλάζει πλέον η απόφαση. Δεχτείτε τη για να σωθούμε».
Οι μαύρες φιγούρες αναστέναξαν. Ο τρίτος άρχισε να σιγομουρμουρίζει τις νότες της μουσικής εύθυμα.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

"Ο πόνος στην αρχή ήταν εύκολος να αγνοηθεί.

Η καλύτερη φάση της ζωής μου, πιθανότατα. Τα προβλήματα τότε όσο και αν με πλήγωναν ή με έκαναν να τα σκέφτομαι πολύ, ύστερα από μερικές ώρες ύπνου ένιωθα πως ολόκληρος ο κόσμος είχε αλλάξει θέση μόνο για εμένα, να μου προσφέρει λίγη ανακούφιση. Όλα πάγωναν, μούδιαζαν, οι προηγούμενες ώρες που ήταν γεμάτες με άσχημα συναισθήματα, έπαιρναν γκρι απόχρωση και το φιλμ σταμάταγε να είναι μέσα στο κεφάλι μου. Αποδεχόμουν ότι τα προβλήματα είχαν βρεθεί εκεί κάποτε, αλλά τουλάχιστον δεν είχα την ανάγκη να είμαι ακόμα νευριασμένη σε κάτι που πέρασε, τώρα δεν το νιώθω, και όλα μπορούν να συνεχίσουν όπως πριν.

Ύστερα ο πόνος άλλαξε περισσότερο. Γεγονότα στο σχολείο με παιδιά ή καθηγητές με έκαναν να νιώθω εκείνο το ελαφρύ βάρος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, γιατί ενώ προσπαθούσα να διώξω οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ανάμνηση (όπως προτείνουν όλοι γιατί δεν ξέρουν τι περνάς και ποντάρουν στο να ξεχάσεις), εκείνη έβρισκε τρόπο να γυρίσει στο κεφάλι μου, να με αναγκάσει να την αναλύσω και στο τέλος, να μη βγω σε βολικά συμπεράσματα. Ακόμα και τότε όμως, ο ύπνος είχε παίξει μεγάλο ρόλο. Ίσως μετά το ξύπνημα το μούδιασμα να κράταγε λιγότερο και ο κόσμος να μην είχε γίνει ένα καλύτερο μέρος τόσο εύκολα όσο στη παιδική μου ηλικία, αλλά μετά από κάποιο καιρό είχα τη δυνατότητα να γυρίσω πίσω και να γελάσω στο ότι το περιστατικό δεν ήταν τόσο σημαντικό, πιθανόν η άλλη μεριά δεν το θυμόταν ιδιαίτερα και όλα σύντομα θα γύριζαν στο πριν, γιατί πάντα όλα γυρίζουν στο πριν.

Έφτασε ο καιρός που το πριν παρέμεινε πριν και δεν προχώρησε ποτέ στο μετά. Ο ύπνος ήταν καθαρά στιγμιαίο φάρμακο και το μούδιασμα κράταγε μόνο κατά την διάρκεια της αναισθησίας των περίεργων, βαριών ονείρων που βρίσκονταν εκεί για να σου αποσπάσουν την προσοχή. Ίσως η ευτυχία να διαρκούσε μερικά δεύτερα μετά από το ξύπνημα, αλλά ύστερα από αυτό, όταν προσπαθούσα να ξανασκεφτώ τα προβλήματα για να δω τι νιώθω για αυτά (μπορεί ο πόνος να έφευγε, να ήμουν ελεύθερη πάλι!), όλα επέστρεφαν, τίποτα δεν έμενε πίσω, το πάντα του προχωράω είχε επισήμως μετατραπεί στο ποτέ της ελευθερίας. Και αυτό με έτρωγε. Η ψυχή μου ξεριζωνόταν μερικές φορές σιγά, άλλες πιο γρήγορα, σπάνια χωρίς να το καταλάβω, και όταν πέρασε πολύ καιρός, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Ο τρόπος που αντιμετώπιζα τον κόσμο και τους γύρους μου, έγινε μοχθηρή αποστολής της ζωής μου. Αυτή η αποστολή είχε στόχο να περάσω τη ζωή μου και κάποτε να πεθάνω, χωρίς να επιχειρήσω το τέλος νωρίτερα, γιατί αυτό θα πλήγωνε αυτούς που με σκότωναν καθημερινά. Η φυλακή βρισκόταν γύρω μου, τα κάγκελα που είχα βάλει εγώ στον εαυτό μου για το καλό των άλλων, δεν μου επέτρεπε να το σκάσω – δεν μου επέτρεπε να φύγω από ένα μέρος που δεν άξιζα να είμαι γιατί ποτέ δεν είχα διαπράξει το έγκλημα.

Είναι σχεδόν βάρβαρο σε οποιονδήποτε άνθρωπο, και ειδικά σε κάποιον μικρότερης ηλικίας που η ζωή δεν έχει αφήσει τα συνηθισμένα σημάδια πάνω του, να υπάρχει τέτοιο βάρος στους ώμους, στη καρδιά, στη ψυχή, στο είναι.

Παρόλο τον πόνο όμως, παρόλο το ξέσκισμα της ύπαρξής μου και των τρανταγμάτων μιας μπάλας αίματος και σπασμένων κοκάλων κουλουριασμένη πάνω σε ένα κρύο κρεβάτι, ενός κατάμαυρου δωματίου… «ήμουν καλά»."

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012


Οι άνθρωποι φεύγουν επειδή νιώθουν φυλακισμένοι και επειδή κανείς δεν τους ρώτησε αν θέλουν να μείνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν επειδή τους χρειάστηκες, αλλά δεν τους χρειάστηκες αρκετά. Οι άνθρωποι φεύγουν, γιατί αν δεν έφευγαν, θα έμεναν, και αυτό είναι χειρότερο από το να φύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν για να μη χρειαστεί να τους πεις την αλήθεια και τους πληγώσεις με δεδομένα. Οι άνθρωποι φεύγουν για να πάρουν εκείνοι το φταίξιμο και όχι εσύ που δεν ήσουν αρκετά δυνατός να τους αντιμετωπίσεις. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί είναι στη φύση τους, ή απλά αυτό λένε στον εαυτό τους για να φύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί εσύ το ζήτησες εκείνο το βράδυ στον ύπνο σου, κι εκείνοι ήταν δίπλα σου και άκουσαν τα όνειρά σου. Οι άνθρωποι φεύγουν για να μην τα μετατρέψουν σε εφιάλτες. Οι άνθρωποι φεύγουν για να σιγουρέψουν πως είσαι καλά και δεν θα σε καταστρέψουν ποτέ με την τελειότητά τους. Οι άνθρωποι φεύγουν για να σε πονέσουν και να καταλάβεις πως ο πόνος είναι που σε έσωσε. Οι άνθρωποι φεύγουν για την στιγμή που δεν πρόσεξες, αλλά σε εκείνους άλλαξε ολόκληρη η ζωή. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα γεγονότα μαζεύτηκαν και το μαχαίρι δεν χώραγε στην τεράστια καρδιά τους. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα χάπια απλά τους κοίμισαν και ποτέ δεν τους έκαναν το κακό που συνέχεια ψάχνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί δεν υπάρχουν τραγούδια που άγγιξαν την ψυχή τους και είναι τραγωδία να μην υπάρχει οικεία μελωδία κάπου, σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί προσπάθησαν, αλλά εσύ δεν ήσουν εκεί να τους δεις, οπότε βαρέθηκαν. Οι άνθρωποι φεύγουν για να τους κυνηγήσεις και συνεχίζουν το παιχνίδι μέχρι να κουραστείς, για να συνειδητοποιήσεις πως δεν ήθελαν να πας από πίσω τους, αλλά να τρέξεις προς την άλλη κατεύθυνση. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί έχουν τα μέσα, τους λόγους, τις ιστορίες, τα όνειρα και τις ευχές. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί αν δεν φύγουν δεν θα νιώσουν ποτέ άνθρωποι. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα φανάρια έχουν τρία χρώματα και ένα από αυτά τους το επιτρέπει. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί για καιρό απλά έμεναν και εσύ δεν καταλάβαινες τα απαλά χτυπήματα στη πόρτα. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί στο κάτω-κάτω δεν υποσχέθηκαν ποτέ το αντίθετο.
Η ώρα σε λίγο θα πάει πέντε, έξι, εφτά. Θα περάσει η ώρα, γιατί η ώρα πάντα περνάει. Θα περάσουν και οι μέρες, γιατί η μέρες φεύγουν όλες μαζί και όχι μία-μία. Μετά θα αλλάξει η ρουτίνα, θα αλλάξει ο καιρός, θα αλλάξουν οι τρόποι σκέψεις, οι ανασφάλειες. Μερικά πράγματα που σε σκοτώνουν θα μείνουν ίδια. Θα αρχίσει πάλι το μέτρημα μερών. Θα γνωρίζεις την ακριβή ημερομηνία της ημέρας γιατί η επόμενη εβδομάδα είναι σημαντική, ή καθόλου. Θα υπάρχουν βροχές, λίγος ήλιος, η έκπληξη πως πάλι πέρασε ο καιρός. Δεν θα νιώσεις τίποτα, δεν θα το προσπαθήσεις καν. Ίσως ο χρόνος περάσει γρηγορότερα, ίσως αρχίσει να κυλάει τόσο αργά, που στο τέλος πέρασε αμέσως. Θα προσπαθήσεις να αποφύγεις μερικά πράγματα, αυτά με τη σειρά τους θα έρθουν κατευθείαν επάνω τους σαν να τα ζήτησες. Αν είσαι τυχερός κάτι θα λάμψει, αλλά συνήθως δεν γίνεται αυτό. Θα αρχίσουν πάλι τα μαχαίρια στο στομάχι, καρδιά, ψυχή, ύπαρξη (δεν σταμάτησαν ποτέ). Θα κουλουριαστείς, γιατί κι αυτό ρουτίνα είναι. Θα απλωθείς γιατί πρέπει να γίνεις ελαστικός και θα ξαναρχίσεις τις μαχαιριές στο στομάχι, καρδιά, ψυχή, ύπαρξη. Δεν θα σου φωνάξει κανένας να σταματήσεις. Δεν θα περιμένεις ποτέ κανέναν να στο φωνάξει. Θα μαλώσεις με τον εαυτό σου και ένας από τους δύο θα νικήσει, αλλά και ο σωστός, πάλι λάθος θα είναι. Θα ουρλιάξεις, θα βγάλεις τον σκασμό, θα φωνάξεις, θα σταματήσεις, θα μιλήσεις, θα σου κλείσουν εκείνοι το στόμα πάνω στη στιγμή που βρήκες ακριβώς πως να περιγράψεις τον πόνο. Θα σταματήσεις να ενδιαφέρεσαι, θα αρχίσει πάλι ο ίδιος κύκλος. Θα σου προτείνουν να αρχίσεις να ανοίγεσαι γιατί τόσο κλειστός χαρακτήρας ποτέ δεν οδήγησε κανέναν σε καλό. Δεν θα τους πεις πως στον γκρεμό σκοπεύεις να καταλήξεις, εκείνοι θα νομίσουν πως πήρες τη συμβουλή τους και θα τη χρησιμοποιήσεις (επειδή πάντα είναι τόσο εύκολο). Θα σε ξεχάσουν, θα κάνεις πως τους ξεχνάς, αλλά θα τους θυμάσαι πάντα. Θα κάνουν εκείνοι πως σε θυμούνται, θα τους δεχτείς, μετά πάλι θα σε ξεχάσουν. Αν βαρέθηκες, δεν πειράζει, θα συνηθίσεις.

1960


Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά ξεκίνησαν.
Ένα κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες, προσπαθεί να δει από το παράθυρο της τι γίνεται στον πάντα έρημο δρόμο της γειτονιάς. Δεν μπορεί, το παράθυρο αποφάσισε να βρεθεί αλλόκοτα ψηλά απόψε. Ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι γάτες άρχισαν καβγά για το τελευταίο κομμάτι χαλασμένης κονσέρβας, αλλά τα λεπτά περνάνε και οι φωνές είναι περισσότερο ανθρώπινες, με περισσότερο αίμα και λαχτάρα στην χροιά τους. Κατεβαίνει από το κρεβάτι της, ξεχνάει να φορέσει παντόφλες ή παπούτσια και ελίσσεται ανάμεσα στα πιεσμένα σώματα της οικογένειάς της για να βρεθεί στην εξώπορτα, την οποία ανοίγει χωρίς θόρυβο. Τα πόδια της δουλεύουν γρήγορα και έχει κατέβει τις σάπιες σκάλες της πολυκατοικίας γρήγορα, φέρνοντας τον εαυτό της έξω, ακριβώς κάτω από τα παράθυρό της, εκεί που άκουσε τον τρόμο.
Ο δρόμος και το πεζοδρόμιο είναι λουσμένα στη βροχή του απογεύματος. Οι μισοσπασμένες λάμπες που φωτίζουν εδώ κι εκεί το στενάκι, κάνουν το κλίμα περισσότερο επικίνδυνο παρά ασφαλές και οι σκιές λιγοστεύουν, το κορίτσι δεν βρίσκει χώρο να κρυφτεί, μόνο παραμένει στη μέση του μικρού δρόμου, τα μάτια της να ψάχνουν κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Κάτι κουνιέται, ίσως ο άνεμος, ίσως η περιέργεια η ίδια, και μπροστά της εμφανίζεται ένας άντρας με την καμπαρντίνα του να φλερτάρει το μαύρο του ουρανού, το καπέλο του να καλύπτει τα περισσότερα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα χέρια του κλεισμένα σε τσέπες, αιχμαλωτισμένα στη ζέστη. Στέκεται δίπλα στο κορίτσι, δεν την κοιτάει, απλά παρατηρεί μαζί της τον δρόμο και όταν κανείς από τους δύο δεν μιλάει, οι σκιές αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά, οι λάμπες να φέγγουν σωστά τους δρόμους, και η πνοή του ανέμου να παίρνει πάλι την βραδινή της τροπή.
«Άκουσα κάτι», λέει το κορίτσι και προσπαθεί να βρει στοιχεία για τα λόγια της. «Κάποιος – κάποιοι – ούρλιαξαν, αλλά κανείς δεν είναι εδώ», προβληματίζεται γιατί νευριάζει όταν η μητέρα της δεν την πιστεύει και επιμένει πως είδε εφιάλτη, λέγοντας πως τα τέρατα δεν ήρθαν όντως δίπλα της. Ποιος έχει δικαίωμα να της πάρει τα τέρατα από κοντά της; Γιατί οι μεγάλοι θέλουν να μένουν πάντα μόνοι;
«Αν ήταν εδώ», μιλάει ο άντρας και η φωνή του δεν έχει χρώμα, ούτε σκιές, ούτε πνοές του ανέμου, ούτε λίγη ζεστασιά από την καμπαρντίνα του, «τι θα έκανες;», ρωτάει.
«Θα τους βοηθούσα», απαντάει το κορίτσι αμέσως και με σιγουριά. Τρίβει τα χέρια της μπροστά στο στόμα της και η ελάχιστα καυτή ανάσα της ζεσταίνει μερικά παγωμένα δάχτυλα.
«Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», απαντάει ο άντρας. «Είσαι μικρή. Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», επαναλαμβάνει.
Η φωνή του αρχίζει να χάνει μέχρι και την αορατότητά της και σε λίγο (το κορίτσι φοβάται) πως δεν θα υπάρχει τίποτα, πέρα από λέξεις, άνιωθες λέξεις, αντί για μια μοναδική φωνή που ίσως κάνει κάποιον, κάποια, κάτι να φτερουγίζει από χαρά στο άκουσμά της ή μόνο στη θύμησή της. Ακριβώς όπως έχει δει πολλούς μεγάλους να (μην) έχουν. Το κορίτσι για πρώτη φορά σηκώνει το κεφάλι της και ακόμα προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αποτυγχάνει. «Εσύ είσαι μεγάλος», του λέει με σιγουριά. Το κορίτσι ξέρει να ξεχωρίζει τους μεγάλους. «Εσύ είσαι μεγάλος», ξαναλέει. «Δεν είσαι μικρός».
Ο άντρας δεν κουνιέται, δεν γυρίζει προς το μέρος της, αλλά συμφωνεί πως, «Ναι. Εγώ είμαι μεγάλος», γιατί τουλάχιστον σε σύγκριση με το κορίτσι, δεν είναι μικρός.
«Εσύ μπορείς να τους βοηθήσεις;», αναρωτιέται το κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες. «Είσαι μεγάλος, είμαι μικρή. Είμαι μικρή, δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Είσαι μεγάλος, μπορείς να τους βοηθήσεις;».
Οι σκιές κρατάνε την πνοή του ανέμου και περιμένουν την απάντηση. Τα φώτα του δρόμου καίνε δυνατά για να ακούσουν τα λόγια του άντρα. Ο δρόμος έχει αρχίσει να τρέμει με ανυπομονησία. Η περιέργεια σταμάτησε να κουνιέται.
Ο άντρας ψιθυρίζει στο κορίτσι πως δεν ξέρει και ύστερα προβαίνει στο να εξαφανιστεί μέσα σε μερικές σκιές που δεν τον προσκάλεσαν και άλλες που δεν ικανοποιήθηκαν με την απάντησή του. Το κορίτσι ανοιγοκλείνει τα μάτια της μερικές φορές και μένει μόνη στη μέση του δρόμου.
Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν, μέχρι να ξαναρχίσουν. 


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012


Τώρα που άλλαξα την μορφή του blog, τώρα που έβαλα και για περιγραφή κομμάτι ποιήματος της Κική Δημουλά, πρέπει να αρχίσει να παίρνει άλλη τροπή το πράγμα. Πρέπει να αρχίσω να γράφω κείμενα που θα δίνουν βάση σε βαθυστόχαστα προβλήματα της ανθρωπότητας, να λύνω το Κυπριακό κάθε δεύτερο Σάββατο και τις Πέμπτες να ανεβάζω κάποια ποιητική φωτογραφία που δείχνει τα πάντα και τίποτα. Στις διακοπές των Χριστουγέννων (που έχω αρχίσει ήδη να περιμένω) θα μιλάω για τα ευρήματα ειδικών επιστημόνων για το πόσο αληθινά ήταν τα θαύματα του Ιησού, το Πάσχα θα αναλύω τις τιμές των βοδινών και ίσως τις Απόκριες να ανεβάζω κάτι χαρούμενο (γιατί εγώ πρώτα τρώω το αρνάκι, και κατόπιν ντύνομαι Captain Jack Sparrow, για όσους δεν το κατάλαβαν). Θα βάλω σκοπό της ζωής μου να μην περνάω πάνω από μισή ώρα στον υπολογιστή την εβδομάδα, κι αυτό για να ανεβάζω εδώ τις φιλοσοφίες μου. Οτιδήποτε που δείχνει κακή θέληση προς την ανθρωπότητα, θα διαγραφτεί (να πως χάνονται οι υπόλοιπες αναρτήσεις). Θα προοδεύσω ως blogger και θα πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία, να δέχομαι τον Jesus as my personal lord and savior. Θα γίνω καλύτερη κόρη, και θα αφήνω την μητέρα μου να ανεβάζει συνταγές για ντολμαδάκια και παπατοκεφτέδες, με γέμιση σόγιας. Θα αλλάξω προς το καλύτερο και στον αγιασμό δεν θα βρίσω α) τον παπά που άργησε, β) εγώ που ήρθα νωρίς. Οποιαδήποτε κοπέλα με μακιγιάζ πόρνης θα περνάει απαρατήρητη από μπροστά μου κι εγώ θα κάνω μόνο θετικά σχόλια για την καλοσύνη της να μην έρθει να μου μιλήσει. Ακόμα όμως κι αν μου μιλήσει, εγώ, ως πλέον κοινωνικό άτομο, θα απευθυνθώ προς το άτομό της με την νέα ευγένεια που θα με διακατέχει και θα απαντήσω χωρίς βρισιές. Ο ήλιος δεν θα μου φταίξει σε τίποτα που καίει σαν ομοφυλόφιλος, γιατί οι σεξουαλικές επιλογές των άλλων δεν θα έπρεπε να με αφορούν, και μπορεί απλά να κάνει ό,τι θέλει. Οι καθηγητές μου θα είναι οι πρώτοι που θα χαιρετήσω ως ένδειξη πως φέτος θα διαβάσω, θα τους κάνω περήφανους και θα αφήσω τα γελοία γραπτά για άλλους, λιγότερο προοδεύσημους αλλά ακόμα πολυαγαπητούς συμμαθητές (έχει να κάνει με το ότι δέχτηκα τον Jesus as my personal lord and savior). Η σχολική εμπειρία θα είναι πρώτη στη λίστα μου με τις Καλύτερες Εμπειρίες ( http://youtu.be/ltjT25GyXTM ) και δεν θα έχω οποιαδήποτε διάθεση για τις καλοκαιρινές διακοπές, αφού αυτές ποτέ δεν μου προσφέρουν τροφή μάθησης. Πάνω απ’ όλα, θα κάνω όλους εσάς περήφανους και μετά από λίγα χρόνια θα καταλήξω στον Λευκό Οίκο, να παίζω άρπα για τον Ομπάμα, γιατί ως γνωστών, «Παίξε άρπα στον αράπη, να σου πει συγχαρητήρια».









*το κείμενο δεν γράφτηκε όσο ήμουν μεθυσμένη.
**δεν θα αλλάξω φόντο ή γραμματοσειρά για να φαίνεται καλύτερα το οτιδήποτε.
***με ένα scroll, εμφανίζονται όλα καθαρά.
****είμαι κακιά στους αστερίσκους.
*****Im raping them.
******όχι ότι είναι σωστό να κάνω τέτοια σχόλια για το θέμα του βιασμού.
*******but as you can see, I am raping them.


Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Ήταν να μην αρχίσεις.


Ουρλιάζεις.
Ζητάς βοήθεια.
Κάποιος να εμφανιστεί στη γωνία, ρε παιδιά, και να είναι εκεί, απλά εκεί, τίποτα παραπάνω.
Κοιμούνται.
Σταματάς να ουρλιάζεις.
Δεν ακούνε.
Ή δεν ουρλιάζεις αρκετά.
Ή δεν ενδιαφέρονται.
Ή δεν ακούνε – εντάξει.
Σταματάς.
Το κόβεις.
Τέλος.
Δεν υπάρχει άλλη κραυγή από εσένα.
Ποτέ ξανά.
Για οποιονδήποτε λόγο ή ανάγκη.
Ε, αφού τα κατάφερες απόψε, όλα καλά.
Από εδώ και πέρα μπορείς τα πάντα.
Είσαι δυνατός.
Ανίκητος.
Θεός.
Μετά κάτι γίνεται.
Α… δεν μπορείς τα πάντα τελικά.
Το συναίσθημα πως πνίγεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό;
Ναι. Επιστρέφει.
Δεν ζητάς χαρά.
Ζητάς κενό.
Μούδιασμα.
Να μη νιώθεις.
Τελείως ουδετερότητα.
Διακόπτης.
Από εκείνους που κλείνουν τα πάντα.
Υπάρχει; Όχι. Θα εφευρεθεί.
Ωραία, προς το παρών δεν μπορείς να τον έχεις.
Οι επόμενες τέσσερις ώρες είναι επανάληψη.
Γωνία δωματίου.
Κουλουριασμένο σώμα.
Σκέψεις που δεν φεύγουν μακριά από το πίσω μέρος του λαιμού.
Μα και να ακουστείς, ποιος θα σε ακούσει;
Ποιος θα είναι εκεί για να ανοιγοκλείσει βλέφαρα;
Σου έχουν πει όμως –ή έχεις διαβάσει- πως η ζωή έχει πόνο.
Και με πόνο θα μάθεις.
Κατόπιν, προχωράς.
Βασικά δεν μαθαίνεις.
(Κλασσικά.)
Δεν είσαι από αυτούς τους δυνατούς, βλέπεις.
Μέσα από τις δυσκολίες, δεν βγάζεις τέχνη.
Πέφτεις.
Κομματάκια ψυχής.
Της δικής σου είναι.
Στο πάτωμα διαμελισμένες κραυγές.
Εκείνες από πριν, που αποφάσισες να τις σταματήσεις.
Μερικές σκέψεις αρχίζουν και σε ηρεμούν.
Λάθος σκέψεις.
(Επίσης κλασσικά.)
Αλλά καταφέρνουν αυτό που θες.
Μένεις με άσπρο καμβά για λίγο.
Μετά πάλι κόκκινες πινελιές.
Σκίζεις τον καμβά.
Είπαμε, δεν βγάζεις τέχνη.
Ανοιγοκλείνεις τα δικά σου βλέφαρα γιατί είσαι εσύ εκεί τουλάχιστον.
Νέο κύμα ταραχής.
Βρίζεις.
Δεν μπορείς να ανοιγοκλείσεις τώρα τα βλέφαρα.
Βαραίνεις.
Αρχίζεις και κοιμάσαι.
Εύχεσαι το πρωί να μην ουρλιάξεις όπως ούρλιαξες το βράδυ.
Το πρωί είναι άλλη μέρα.
Δεν ουρλιάζουμε το πρωί.
Τέλος πάντων.
Κοιμάσαι.

Όνειρα.
Άκυρα.

Το πρωί ουρλιάζεις πάλι.



Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

After Midnight


Η μάνα μου έχει να κοιμηθεί αρκετές ώρες, ο καφές της έχει σχεδόν τελειώσει, το ψυγείο δεν έχει γλυκά για να την απασχολήσουν, και στις δύο το βράδυ δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση που μπορεί να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Κάθομαι εδώ και κάμποση ώρα απέναντί της, στον άλλο καναπέ και μιλάμε για τις Πανελλήνιες και τα μαθήματα, τα φροντιστήρια, και ύστερα για το πόσο άλλαξε ο αδερφός μου από την εφηβεία του μέχρι τώρα. Πως έγινε περισσότερο τρελάρας και πως τον προτιμάμε όπως είναι τώρα, παρά με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. Αυτό της δίνει το ελεύθερο να πάει τη κουβέντα σε εμένα.
«Εσύ περνάς τη φάση σου τώρα», αρχίζει. «Την εφηβεία σου. Όχι σαν τον Δημήτρη, δεν φωνάζεις, δεν μιλάς. Την περνάς σιωπηλά». Είναι αρκετά σίγουρη, και δεν μιλάω. «Έχεις στιγμές που νιώθεις μοναξιά ή σου βγαίνει σε κατάθλιψη;».
Αρχίζω και μουρμουρίζω λέξεις που δεν καταλαβαίνει, μασάω τα λόγια μου και με ξαναρωτάει. Κουνάω αόριστα το κεφάλι μου και αποφεύγω το βλέμμα της. «Τι σημασία έχει;», λέω ειλικρινά.
«Ε,  τι σημασία έχει; Σε ρωτάω».
«Ωραία, ναι», καταλήγω.
 «Γιατί δεν έρχεσαι να μου μιλήσεις όταν θες κάτι;», ρωτάει και το λέει με ψεύτικο παράπονο γιατί μετά θα αρχίσει να νιώθει ενοχές που δεν είναι καλή μητέρα σε εμένα.. «Ο αδερφός σου όταν δεν νιώθει καλά, ακόμα και το βράδυ έρχεται και συζητάμε». Ναι, σας ακούω τα ξημερώματα, μέρες σχολείου, που ενώ θα έπρεπε να βλέπω κάποιο όνειρο, ακούω για τα προβλήματα του συνάδερφου από εκεί.
Αρχικά, απαντάω στο κεφάλι μου, γιατί δεν καταλαβαίνεις και δεν περιμένω να το κάνεις. Το οποίο είναι αλήθεια και δεν το λέω με κακία. Απλά συνεννόηση μεταξύ εμένα κι εκείνης δεν θα υπάρξει ποτέ, εκτός κι αν είναι δικός της το θέμα. Και δεύτερον, δεν είμαι εκείνος. Κάτι το οποίο τώρα τελευταία μπερδεύουν συνέχεια σε αυτό το σπίτι.
«Επειδή δεν είναι πρόβλημά σου», της λέω τελικά.
«Αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να έρθεις;».
«Όχι, μπορώ. Αλλά παραμένει να μην είναι δικό σου το πρόβλημα».
«Μπορώ να βοηθήσω», το συνεχίζει. «Μπορείς να μου λες και να σε βοηθάω. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να μου λες πως αν έρθω εγώ, επειδή έχω κάποιο δικό μου πρόβλημα, δεν θα με βοηθήσεις».
Της εξηγώ, «Σου λέω πως αν έρθεις εσύ με δικό σου πρόβλημα, θα σε βοηθήσω, αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να φέρω το δικό μου πρόβλημα σε εσένα». Συνεννόηση…
Μετά από λίγο αρχίζουμε άλλο θέμα. Κάτι της λέω ότι δεν θα με πείραζε να δουλέψω σε φυλακές, αν και δεν ξέρω πως θα τα κατάφερνα με την ψυχολογία αυτό και μου λέει για εκείνον τον τύπο που μπήκε μέσα στο θέατρο και σκότωσε πόσους ανθρώπους. Την βλέπω που την πειράζει πολύ ότι στην δίκη, την πρώτη φορά φαινόταν χαμένος και την δεύτερη φορά, φαινόταν εντελώς ανέκφραστος, χωρίς να τον ενδιαφέρουν στο ελάχιστο οι πράξεις του.
Κάπως τα καταφέρνουμε μάνα και κόρη – καταλήγουμε σε εκείνο το θέμα, το ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο άνθρωπος δεν νιώθει τίποτα, από καθαρή επιλογή του.
«Είναι πολύ εύκολο», λέω στη μητέρα μου, «για έναν άνθρωπο να σταματήσει να νιώθει. Να μείνει απαθής. Περισσότερο εύκολο από το να νευριάσει ή να αντιδράσει με χίλιους φυσιολογικούς, προς εσένα, τρόπους».
«Γιατί είναι εύκολο;», με ρωτάει ψιλοενοχλημένα. «Γιατί κάποιος, ο οποιοσδήποτε, να διάλεγε να μην νιώθει, από το να νιώσει χαρούμενος;». Φαίνεται μπερδεμένη, πως οι θεωρίες για τη ζωή που έχει σχηματίσει, αρχίζουν να φαίνονται πολύ λάθος γύρω της.
«Οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο χαρά», της θυμίζω. «Πονάνε επίσης».
«Οπότε μου λες πως κάποιος θα διάλεγε να σταματήσει να νιώθει… για ποιόν λόγο ακριβώς;».
Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί φτάνουμε σε γνωστά νερά. Μπορώ να της αναλύσω το θέμα με ολόκληρο βιβλίο και στο τέλος δεν θα έχει καταλάβει πολλά από αυτά που θέλω να της περάσω. «Να προστατευτεί. Από όσα νιώθει. Αρνητικά συναισθήματα που μπορούν να του σαπίσουν τη ψυχή και να τον λυγίσουν». Θέλω να αναφέρω τον όρο μιζέρια που χρησιμοποίησε πριν αυτή τη συζήτηση και να της εξηγήσω πως τότε ο άνθρωπος θα καταλήξει μίζερος και όχι η καραμέλα που την έχουν όλοι να λένε τους πάντες γύρω τους μίζερους, χωρίς να ξέρουν για τι μιλάνε.
«Τότε», λέει γρήγορα και με σιγουριά, γιατί προσπαθεί όπως πάντα να μου το παίξει εκείνη που θα βγει σωστή από τη συζήτηση, «καλύτερα αυτόν τον άνθρωπο να τον κλείσουν μέσα».
Την κοιτάω παραξενεμένη. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είμαι εγώ, χωρίς να το ξέρει. «Μα δεν μιλάω για δολοφόνο ή εγκληματία. Μιλάω για καθημερινούς ανθρώπους», προσπαθώ να την πείσω. Το έχω πάρει κάπως προσωπικά το θέμα.
«Ε, ναι. Μου λες πως κάποιος διαλέγει να μην νιώσει; Καλύτερα να τον κλείσουν μέσα», επαναλαμβάνει. Σε ψυχιατρείο υποθέτω, αλλά δεν ρωτάω. «Καλύτερα να απομακρυνθεί από όλους, γιατί δεν υπάρχει λύση για αυτόν».
«Γιατί;», της θέτω το ερώτημα. «Επειδή αποφάσισε να είναι δυνατός;».
«Δύναμη είναι να αντιμετωπίζεις όσα νιώθεις και στο τέλος να βγαίνεις με το κεφάλι ψηλά», αρχίζει τα ηρωικά της.
«Όταν όσα νιώθεις είναι περισσότερο βαριά από αυτά που μπορείς να αντέξεις, το πρώτο πράγμα που θα βγεις, είναι νεκρός. Ψυχικά. Και, ξέρεις, μπορεί η ζωή να του τα έφερε έτσι».
Γελάει. «Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχεται ή πως τα δέχεται και τι θα έχει αποκτήσει μετά από αυτά», δεν με αφήνει να απαντήσω. «Είσαι ζωγράφος. Πως θα περιέγραφες τη σκηνή της μιζέριας;», γυρίζει στο άλλο θέμα.
Εντάξει. Αυτό μπορώ να το κάνω πάντως, να της περιγράψω μια εικόνα, αντί να αρθρώσω προτάσεις που εξηγούν τι νιώθω. «Άνθρωπος ντυμένος κλασσικά, σαν εκείνους από όλες τις παλιές ταινίες. Με παλτό και βαλίτσα στο χέρι. Καπέλο στο κεφάλι. Περπατάει ανάμεσα στο πιο όμορφο πάρκο που έχει υπάρξει ποτέ. Κάτω από τον πιο όμορφο ήλιο και ουρανό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στον δρόμο του συναντάει γνωστούς και αγνώστους και χαμογελάει, περνάει καλά, έχει την καλύτερη ζωή, τις καλύτερες αναμνήσεις. Όμως», σταματάω λίγο. «Από τη στιγμή που γεννιέται νιώθει πως κάτι δεν είναι σωστό. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σε όσα καλά περνάει, υπάρχει το βάρος. Προσπαθεί να το αγνοήσει γιατί δεν νομίζει πως ο οποιοσδήποτε θα δώσει σημασία στο πρόβλημά του. Οπότε το βάρος μεγαλώνει .Σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, το βάρος έχει φάει τη ψυχή του και τώρα, πάνω από τον κύριο, εκείνον με όλα τα χαμόγελα και τις ιστορίες γεμάτες αγκαλιές, βλέπεις ένα κουλουριασμένο φάντασμα που σιωπηλά ζητάει για βοήθεια». Χαμογελάω. «Ξέρεις γιατί τίποτα δεν θα αλλάξει; Ξέρεις γιατί παρόλα τα πράγματα που ίσως θα μπορούσε να είχε κάνει, δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχτηκε και ο τρόπος που τα δεχόταν και τι απέκτησε μετά από αυτά;».
Κουνάει το κεφάλι της. «Γιατί;»
«Η βοήθεια που ζητούσε το φάντασμα ήταν εκεί από τα γενέθλιά του και ο ίδιος δεν μπόρεσε να την ακούσει ποτέ».


Η συζήτηση -για καλό ή για κακό- δεν τέλειωσε εκεί.


Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Η Δωδεκάδελτος του Τέρατος


Σκέφτηκα να παραθέσω μερικά από εκείνα τα πράγματα που θέλω να κάνω ή γίνω, τα οποία δεν ενδιαφέρει κανέναν, αλλά θέλω να νιώσω σημαντική, και το να κάθομαι να βλέπω ταινίες, ειδικά αφού συνειδητοποιώ ότι το 2000 είχε καλύτερα γραφικά από ταινίες του ’12, δεν βοηθάει ιδιαίτερα.

(Όπως επίσης δεν βοηθάει να δείχνω στον πατέρα μου πώς να χρησιμοποιεί το Facebook.)

(Αλλά αυτό δεν το λέμε πουθενά.)

(Σσσς.)

Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

  1. Λυκάνθρωπος ή κυνηγός λυκανθρώπων. Έχω κολλήσει με σειρά του MTV που έχει να κάνει με ωραίους λυκανθρώπους, με κοιλιακούς και μπράτσα και σοβαρά, ποιος δεν θέλει να ζήσει τέτοιες υπερφιλοσοφικές περιπέτειες που δεν έχουν οποιαδήποτε βάση στη κοινή λογική, αλλά δεν φταίω εγώ που βάζουν τους ηθοποιούς να πηγαίνουν καθημερινά στο γυμναστήριο, στουμπώνοντας τους με milkshake πρωτεΐνης .

Μα ποιος λέει τέτοια πράγματα.

  1. Νέα Υόρκη. Όχι, δεν θέλω να γίνω η Νέα Υόρκη, γιατί έχω ακούσει τα χαρτιά της αλλαγής από άνθρωπο σε ολόκληρη πόλη είναι κουραστική διαδικασία. Δεν θέλω να βρεθώ στη κακή πλευρά της γραφειοκρατίας. Θέλω, παρόλα αυτά, να πάω στη Νέα Υόρκη, το οποίο πιθανόν είναι και πιο εύκολο. Εκτός αν υπολογίσουμε το κάρμα που με δέρνει. Θα καταλήξει το αεροπλάνο να πέσει λίγο πριν φτάσουμε στον εναέριο χώρο της Αμερική. Εγώ θα προσπαθήσω πάντως, να μην με πουν και τεμπέλα.

(Επίσης, σημείωση πως δεν υπάρχουν λυκάνθρωποι στο Manhattan, άρα δεν μπορεί κανείς να με αποκαλέσει λυσσάρα………υπάρχει όμως κατευθείαν μετάδοση του MTV…………)

  1. Ψυχολόγος. Βρίσκεται στα πράγματα που θέλω να γίνω. Σε φυλακές κυρίως, αλλά αν τύχω και πουθενά αλλού, δεν με πειράζει. Μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία, γιατί είμαι έξυπνη και δεν σκοπεύω να προσπαθήσω από Νομική που είναι και ο ίσιος δρόμος. Πάω μέσω Καλαμάτας, σπάω τα όρια (και στο τέλος θα καταλήξω άνεργη, έχοντας περάσει μόνο το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο). Αν δεν μας κάτσει αυτό, όχι, δεν θα κάτσουμε σε καθηγητή, θα προσπαθήσουμε κάτι διαφορετικό. Η Ελλάδα έχει πολλά σκουπίδια, ο δήμος δεν σταματάει να προσλαμβάνει. Επιλογές πολλές, σκουπιδιάρικα ατέλειωτα. Το πορτοκαλί μου πάει. Την βρήκαμε και την επαγγελματική μας αποκατάσταση.

  1. Να αποκτήσω εκείνη τη γλυκιά, κελαϊδένια αμερικάνικη προφορά, που είναι ανάμεσα σε Βοστόνη και Νιου Τζέρσει, αλλά την κατανοείς περισσότερο από την ψευτοδιεθνή που δεν καταλαβαίνει ούτε αυτός που μιλάει. Γιατί αν το προσπαθήσω, κάτι βγάζω, δεν ακούγομαι εντελώς σαν εκείνη την Ελληνίδα που έχει δει πολλές ξένες σειρές (η οποία, παρεπιμτώντος, είμαι αυτή η Ελληνίδα). Ύστερα από λίγο ακούω κανονικό Αμερικάνο και χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο γιατί βρίσκομαι μίλια μακριά. Για την ακρίβεια, από αριθμό που έχω μάθει απ’ έξω, οκτώ χιλιάδες εξήντα (κόμμα, επειδή είμαστε και γαμώ) είκοσι εννιά χιλιόμετρα. Ου γαμώ τα αεροπορικά εισιτήρια.

  1. Να μάθω να ζωγραφίζω έτσι ώστε να καταλαβαίνεις τι βλέπεις και να μην μπερδεύεις το μικρό δάχτυλο με την άκρη της ζώνης του παντελονιού. Υπάρχει πρόοδος από όταν πρωτοάρχισα αλλά το θέμα πάει αργά και ως γνωστών, δεν έχω υπομονή.

  1. Δεν σκοπεύω να κάνω παιδιά, γιατί το σχέδιο μου είναι να καταλήξω με εβδομήντα εννιά γάτες… αλλά έχω σοβαρά προβλήματα θυμού προς τα διαβολάκια, οπότε αν μένω κοντά σε γειτονιά με νέα ζευγάρια, τα οποία ζευγάρια δεν κρατούν τις μελισσούλες μέσα στο παντελόνι τους και αραδιάζουν κανα τριάρι μωρά ο καθένας, θα ήθελα τότε να μάθω να τα αγαπάω, ή έστω να τα ανέχομαι. Και να με ανέχονται με τη σειρά τους, γιατί συνήθως αυτό είναι το πρόβλημα – δεν υπάρχουν αμοιβαία συναισθήματα, και καταλήγουμε στον γνωστό ρυθμό: με φτύνουν, ενώ εγώ αρχίζω να τους κυνηγάω με κουζινομάχαιρο, φωνάζοντας στη μάνα τους, «Όχι, καλέ, παίζουμε, πλαστικό είναι».

  1. Το ορκίζομαι πως αυτό δεν έχει να κάνει κάτι με το νούμερο τέσσερα (for the most part), αλλά θέλω να μάθω να χρησιμοποιώ όπλο. Και αυτοάμυνα, αλλά νομίζω είμαι καλυμμένη με κλωτσιά στο ευαίσθητο σημείο. Αλλιώς έχουμε το όπλο. Και ίσως κάποιο πριόνι τσέπης, σπρέι πιπεριάς, ελβετικό μαχαίρι… Ή αρχίζουμε να φωνάζουμε στη μέση του δρόμου, «ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ!!!», και το μισό τετράγωνο πέφτει πάνω του. Τα καλά του να μένεις στην Ελλάδα.

  1. Να μάθω ακουστική (κάτι προσπαθήσαμε, τα πάντα πατώσαμε).

  1. Scuba-diving.

  1. Να καταφέρω να τελειώσω το βιβλίο που γράφω. Δεν χρειάζομαι λεφτά εγώ, μόνο φήμη! Αχ…

  1. Να μην υπάρξει ανάρτηση σ’ αυτό το blog, που στο τέλος καταδικάζω τους πάντες.

(Είμαι καλός άνθρωπος.)

(Κατά βάθος.)

(Δεν σχολιάζουμε πόσο βάθος. Οι επιστήμονες που έστειλαν έκοψαν επικοινωνία – δεν έφτανε μέχρι εκεί το σήμα.)

(Αλλά είμαι.)

  1. Να καταφέρω να ξεφλουδίσω πατάτα ή πεπόνι, χωρίς να φαίνεται ολόκληρο το τοπίο της αποκάλυψης και οι τέσσερις καβαλάρηδες από πάνω, για γαρνιτούρα. Επίσης, στο τέλος να έχει μείνει ολόκληρη η πατάτα ή το πεπόνι, και να μην έχω το ένα εικοστό από το αρχικό προϊόν. Μόνο για ποπκόρν, τοστ και μακαρόνια είμαι καλή στη κουζίνα. Στα υπόλοιπα είναι το ίδιο με την ακουστική (κάτι προσπαθήσαμε, τα πάντα πατώσαμε).

Τέλος, αυτό που βρίσκω περισσότερο σημαντικό από τα δώδεκα, και το εύχομαι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα που υποφέρει καθημερινά (ή όποτε κάνετε μπάνιο, μπίχλες):

  1. Η απόκτηση της Τεράστιας Γνώσης του Ντουζ. Πέρα από ότι ακούγεται σαν όνομα πορνό, η Τεράστια Γνώστη του Ντουζ έχει να κάνει με την απλή κίνηση να ανοίξεις τον διάκοπτη κάπου ανάμεσα σε κρύο και ζεστό, αλλά περισσότερο προς το ζεστό γιατί κρυώνουν οι κώλοι μας εύκολα, και να πετύχεις με την πρώτη τη τέλεια θερμοκρασία. Αυτό που συνήθως καταφέρνω εγώ, είναι είτε να έχω εμπειρίες δευτερολέπτων στα βάθη της κόλασης ή στο πιο παγωμένο σημείο των δύο πόλων. Χρειάζεται ειδική μεταχείριση – τρία χιλιοστά προς τα δεξιά, ένα χιλιοστό προς τα αριστερά και ένα μιλισέκοντ προς τη μέση. 







Καλό μήνα!





Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

The Enigma Behind The Monster #1

Ήταν η ίδια ημέρα, κάθε μέρα, μη-σημασίας ώρα, που μερικές φορές οι δαίμονες, τα φαντάσματα, οι σκέψεις και οι αξίες μαζεύονταν κάπου στο κεφάλι μου, σε έναν κύκλο από καρέκλες, και μιλούσαν για τα προβλήματα της ημέρας. Μετά ο τρόπος αντιμετώπισης άλλαξε, τα προβλήματα ήταν έτσι κι αλλιώς τα ίδια και πολλά καθημερινά, οπότε από ένα σημείο και μετά η συνάντηση άρχισε να γίνεται κάθε έντεκα του μήνα, με μαζεμένα όλα τα παράπονα που είχε ο κάθε δαίμονας, φάντασμα, σκέψη και αξία. Τον δεύτερο χρόνο μετά την αλλαγή στο μηνιαίο συμβούλιο, τέλος χειμώνα με αρχές άνοιξης, κάποιον μήνα με αρκετό κρύο για να μη τολμήσει κανείς να λείψει, η συνάντηση με πρωτοβουλία των αξιών, έγινε στις δώδεκα. Κανείς δεν τον πήρε χαμπάρι, μέχρι που οι δαίμονες συνειδητοποίησαν ότι κάτι δεν ήταν σωστό, πως το εξηκοστό δευτερόλεπτο στο κλείσιμο του λεπτού διαρκούσε ένα δέκατο περισσότερο από το κανονικό και έτσι άρχισαν την φασαρία, να φωνάζουν πως εκείνοι είχα συμφωνήσει στις έντεκα του μήνα και μόνο, και πως αν δεν μπορούσαν οι αξίες να σέβονται μερικά πράγματα, καλύτερα κάποιος από τους δύο τους να έφευγε. Τα φαντάσματα συνέχισαν την φιλοσοφία του ότι μέχρι να αρχίσουν τα σοβαρά θέματα, θα συνέχιζαν να κάνουν πως δεν είναι στην ίδια διάσταση με τους υπόλοιπους, και οι σκέψεις κόντεψαν να πάθουν βραχυκύκλωμα από την πολύ ανάλυση. Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, μαζί με τα επιπλέον δέκατα κάθε λεπτού, στον κύκλο με τις καρέκλες δεν είχε μείνει κανένας πέρα από δύο δαίμονες και μισή αξία.
«Δεν είναι πως δεν σας καταλαβαίνω», μίλησε κουρασμένη η μισή αξία και έτριψε νευρικά το κούτελό της, με τα μαύρα μάτια των δύο δαιμόνων κολλημένα πάνω της. «Απλά θα ήθελα να έχετε περισσότερη κατανόηση σε μερικά πράγματα».
«Έχουμε κατανόηση για πολλά πράγματα», είπε με βαριά φωνή ο αριστερός δαίμονας, «αλλά η συμφωνία είναι συμφωνία. Αν θέλατε αλλαγή, θα μπορούσατε να στείλετε πρώτα ειδοποίηση».
Ειδοποίηση; Ειδοποίηση στους δαίμονες; Η φήμη τους δεν τους έχουν από εκείνους που διαβάζουν με προσοχή όλα τα γράμματα που τους στέλνονται συνέχεια, και είναι πολλές οι ειδοποιήσεις που χάνονται. Τα μισά τα καίνε με ανάσες από εμπειρίες που θα πέθαινες να μην ξαναζήσεις και τα υπόλοιπα τα πετάνε στον αέρα και αφήνουν τις σκιές να τα τακτοποιήσουν. Πως περίμεναν να έχουν αποφασίσει στη λύση της ειδοποίησης;
«Μα δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε πάλι η μισή αξία και η φωνή της ήταν γεμάτη απελπισία. «Τι σας πείραξε το ένα δέκατο του δευτερολέπτου στο κλείσιμο του εξηκοστού δευτερολέπτου, στο λεπτό;», ρώτησε, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε πάει στραβά, γιατί μια μικρή λεπτομέρεια είχε καταλήξει στο σπάσιμο τόσων πραγμάτων. Ασυμφωνία χαρακτήρων;
«Δεν μας πείραξε το ένα δέκατο του δευτερολέπτου στο κλείσιμο του εξηκοστού δευτερολέπτου στο λεπτό», της απάντησε ο δεξιός δαίμονες και ύψωσε λίγο το κεφάλι του για να την κοιτάξει σαν δασκάλα που μαλώνει τον μαθητή της. «Φυσικά και αυτό θα ήταν ένα μεγάλο θέμα αν ήμασταν σε δίσεκτο έτος αλλά ήσασταν τυχερές που δεν είναι αυτό το πρόβλημα».
Η μισή αξία μαζεύτηκε στην θέση της. «Και ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε χαμηλόφωνα.
Οι δύο δαίμονες αντάλλαξαν ένα επιφυλακτικό βλέμμα μεταξύ τους, είπαν κάτι που μόνο τα μάτια τους μπορούσαν να μεταφράσουν και ύστερα ξεφύσησαν. «Υποτίθεται πως εσύ και όλες οι υπόλοιπες αξίες έχετε κύριο ρόλο», άρχισε να μιλάει ο δεξιός πάλι και βρήκε ο ίδιος ειρωνικά τα λόγια του. «Θα έπρεπε να κυριαρχείτε και να φέρνετε την ισορροπία όταν εμείς, σε συνεργασία με τις σκέψεις και τα φαντάσματα φέρνουμε τα άνω κάτω στο μυαλό και στο σώμα. Σταματήσατε να δουλεύεται έτσι εδώ και δυόμιση με τρία χρόνια. Δεν νομίζεις πως σε αυτόν τον καιρό μαζεύτηκαν τα περισσότερα προβλήματα;».
«Γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να συναντιόμαστε μηνιαία, να βλέπουμε τα πράγματα πανοραμικά, αλλιώς θα τρελαινόμασταν κι εμείς», συμπλήρωσε ο αριστερός δαίμονας χωρίς να διακόψει τον άλλον, απλά ξέροντας πως ήταν η σειρά του.
Τα μάτια της μισής αξίας έγιναν βαθιά, χωρίς πάτο και έγειρε το κεφάλι της προς τη μία μεριά. «Ποιος άλλος τρελάθηκε;», ρώτησε παιδικά και μπερδεμένα. «Τρελάθηκε κάποιος άλλο;», ζήτησε να μάθει.
Οι δαίμονες έβαλαν τα δάχτυλά τους μπροστά από το στόμα τους για να της δείξουν πως έπρεπε να κάνει περισσότερο ησυχία. Με τους δείκτες τους και με αργές κινήσεις έδειξαν προς τα πάνω, προς το ταβάνι. «Εκείνη», ψιθύρισαν και ήταν λες και είχαν μόλις κάνει τη μεγαλύτερη ιεροσυλία. «Εκείνη», επανέλαβαν, «τρελαίνεται ανά καιρούς».
Η μισή αξία κοίταξε γύρω της ακόμα χωρίς να καταλαβαίνει και το μόνο που είδε ήταν λευκοί τοίχοι να τη περικλείουν. Ύστερα, όταν τα μάτια της είχαν ελέγξει κάθε σπιθαμή του χώρου, πρόσεξε μερικές γρατζουνιές που σε μερικά σημεία ήταν βαθιές, έτοιμες να σπάσουν το δωμάτιο στη μέση, να ρίξουν τους σοβάδες πάνω σε οποιονδήποτε είχε την ατυχία να βρεθεί από κάτω. Η μισή αξία έβγαλε έναν δυσάρεστο ήχο από τον λαιμό της. «Δεν μου αρέσει αυτό».
«Φυσικά και δεν σου αρέσει», ακούστηκε ο ήχος γέλιου – σκοτεινού, κακού, μοχθηρού γέλιου που κορόιδευε τα πάντα στο πέρασμά του. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν είσαστε πλέον ικανές να έχετε την τάξη εδώ μέσα. Ακόμα και η εχεφροσύνη δεν θα μπορούσε να σας βοηθήσει πλέον», είπε εύθυμα ο αριστερός δαίμονας και ο δεξιός κούνησε το κεφάλι του νωχελικά, «Όχι ότι έχει μείνει πολύ».
Υπήρχε ησυχία για λίγο – η μισή αξία άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να προτείνει στις υπόλοιπες ολόκληρες αξίες να παραιτηθούν από την δουλειά του τροχονόμου και να αφήσουν τα φαντάσματα να κάνουν κουμάντο. Οι δαίμονες σώπασαν, άρχισαν να ζυγίζουν κατά πόσο τα λόγια τους θα μπορούσαν να επιρρεάσουν θετικά την αξία και το πρόβλημα να είχε επιτέλους μια λύση σύντομα. Κανείς από τους τρεις δεν βρήκε κάτι να πει, μέχρι που ο αριστερός δαίμονες έβγαλε μία μεγάλη ποσότητα αέρα από τους πνεύμονές του.
«Αν θέλετε να συνεχίσετε να έχετε το πάνω χέρι, κάντε την κίνησή σας», συμβούλεψε με μικρή φωνή. «Είμαστε στην άκρη του γκρεμού και σε λίγο θα πέσουμε και όταν αρχίσει η πτώση, δεν θα σηκωθούμε στα πόδια μας πάλι. Εκείνη δεν θα σηκωθεί. Θα μείνει κάτω και δεν θα την ενδιαφέρει τίποτα από εκεί και πέρα, ούτε που φτάσαμε στον πάτο, ούτε πως υπάρχει μόνη επιλογή να ξανανέβουμε».
«Και γιατί να ξανανέβει;», ρώτησε περισσότερο στον αέρα ο δεξιός δαίμονας. «Υπάρχει λόγος; Πέφτει, πονάει, το δέχεται, πάλι η πορεία προς τα πάνω. Φτάνει ποτέ ψηλότερα; Όχι. Αυτό ίσως να είναι καλύτερο, τουλάχιστον δεν θα πονέσει παραπάνω. Γίνεται να πονέσει παραπάνω; Εμ, δεν γίνεται. Συνέχεια τα ίδια. Στο τέλος πάντα πέφτει».
Η μισή αξία μισογέλασε φοβισμένα. Σήκωσε λίγο τα φρύδια της για να δώσει έμφαση. «Πάντα σηκώνεται».
«Μικρή μου αξία», χαμογέλασε σαρδόνια ο αριστερός δαίμονας πάλι. Έγειρε μπροστά για να βρίσκεται κοντά της. «Δεν σου έμαθαν πως το πάντα δεν κρατάει;».