Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

& - 003

“Okay. Walk me through it again.”
I hesitate. I want to say all the words again, to form the sentences and remember every bit for the millionth time, but I say, “No.”
“Come on. One more time.”
I don't want to. Or I really, really want to. I already know that once I head home, I'll just make myself remember every detail and, even though I'm gonna pretend I didn't like the dream, even though I'm gonna tell her it disgusted me and could she give me some pills to just sleep like the dead and not dream at all?, I'll wish I'll see it tonight again. And tomorrow. And hopefully for every single night for the rest of my life, which I know is impossible, but I want it. That's what I want. I want that dream.
“I know you didn't suddenly become shy,” she says.
“Because I haven't objected you recording our sessions?”
She turns her palms up defensively but she's smiling. “You haven't.”
“Listen to the tape if you want to hear it again so badly.”
“This isn't about me wanting to hear about your dreams. This is about you. You disassociate with your emotions ever since the shooting.”
“On the contrary, doctor, I'm very much in touch with my anger.”
“On our very first sessions you talked about a different dream you had.”
“So?”
“So, what's so different about this dream?”
“I don't know.”
“Okay, let's talk similarities. She's in both dreams, huh?”
“Yes.”
“Same building, her building, a taxi waiting in the rain. You're waiting in the rain.”
“Okay.”
“You're waiting for her?”
I don't answer. I don't think she's expecting one either.
“You gave her your umbrella again. You never take those nine steps to her front door. She goes alone. The setting's the same in both dreams. Your feelings are what's different. In the first dream you feel guilty. You're sad because you hurt her even though you were trying to protect her. You're angry at yourself. You're angry at her because she isn't angry at you and she should be because you hurt her. If she doesn't get angry at the man who killed her child, what else has she forgiven? How many other people has she let hurt her and was not once mad at them? You're also angry at the people who hurt her. You don't know them but if you could find them, you'd kill them. Then you remember you actually have killed someone, though unintentionally, so you try not to think about it. She accepted your umbrella but she wanted to tell you something before she did. What was it?”
“How am I supposed to know?”
“It was your dream.”
“Dreams don't always make sense.”
“Alright. In the second dream, she almost told you something again but this time you almost didn't let go of the umbrella. When she walks up the stairs and pauses in front of her door, you want her to turn around and invite you in. You're guilty you want that. You're guilty you don't look at her and the first thing you remember is her holding a dead boy in her arms. You're guilty you focus on her lips and not the sting in your stomach that reminds you you've hurt her. You don't want to remember that anymore.”
“I do though.” I do.
“You should,” she says. “Just don't let it define you.”
I don't mention the rest of the dream, that bit later when I walk up the stairs after her and follow her inside the house.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

hi

Το Enigmatic Monsters έχει επιβιώσει σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια, το μεγαλύτερο διάστημα που κατάφερα να κρατήσω blog, και έχει τα τρίτα του γενέθλια ακριβώς ένα λεπτό πριν μπει ο καινούριος χρόνος. Ήθελα η συγκεκριμένη ανάρτηση να ανεβεί τη Πρωτοχρονιά και σκόπευα να τη γράψω στα αγγλικά γιατί εκφράζομαι πιο εύκολα, αλλά αποφάσισα πως μία στο τόσο καλό θα ήταν να γράφω στα ελληνικά, γιατί από την πρώτη ολυμπιακή ανάρτηση τη τελευταία ημέρα του 2011, βρισκόμαστε σε μια θάλασσα από αγγλικά κείμενα. Καλή η εξάσκηση των αγγλικών αλλά κοντεύω να ξεχάσω και τα ελληνικά. :Ρ
Έχω καιρό να ανεβάσω κάτι πέρα από λογοτεχνικά κομμάτια και δεν ξέρω αν πλέον διαβάζομαι από κανέναν. Δεν θέλω να δω τις προηγούμενες αναρτήσεις γιατί είναι σίγουρο πως θα τις διακάψω (διαγράψω + κάψω, ναι), κάτι που πριν δύο χρόνια αποφάσισα να μην κάνω ποτέ. Όταν έγραψα ό,τι έγραψα μου ήταν αρκετό εκείνη την εποχή, και υποτίθεται δεν έχω διαγράψει ολόκληρη την ιστοσελίδα επειδή θέλω να χτίσω αναμνήσεις. Ακόμα και με μια αναζήτηση στο Google, το blog εμφανίζεται στα πρώτα αποτελέσματα επειδή δεν άλλαξα ποτέ την ονομασία του (η οποία δυστυχώς δεν μου κρατάει κάποια σημασία πλέον), και έχει ήδη αρχίσει να γίνεται μόνιμο. Δεν με ενδιέφερε, ούτε με ενδιαφέρει μέχρι σήμερα να έχω κοινό και με βάσει τη παρουσία τους να αποφασίζω να αναρτώ όλο και περισσότερο. Όσοι πιστοί προσέλθετε. Οι μη να φύγουν—είμαι λάτρης του μπλογκιακού feng shui.
Οπότε το EM (παρα)μένει. Όσοι βρίσκονται εδώ καταλάθος, ελπίζω να μην ψάξετε τις παλιές αναρτήσεις και όσοι είσαστε εδώ επειδή θέλετε να είσαστε, μείνετε επίσης μακριά από τις παλιές αναρτήσεις. Όσο πιο γρήγορα ξεχαστούν, τόσο πιο εύκολη θα είναι η ανάρρωση με το ψυχολόγο.
Ήθελα, σκόπευα, είχα το όραμα να γράψω παραπάνω, αλλά έχω ήδη αρχίσει να πιέζομαι να βρω θέμα και θα καταλήξουμε (πάλι) σε μια πολύ επιφανειακή ανάρτηση. Οδεύουμε προς την ποιότητα, όχι τη ποσότητα. Ή κάτι τέτοιο.
Τα λέμε όποτε θα τα πούμε, αν θα τα πούμε, αν θα είσαστε εδώ να τα πούμε.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

& - 002

“Where does cold come from? I mean not—I don’t mean the weather, the temperature. I mean the word. Where does it come from?”
“I don’t know. Why does it matter?”
“It doesn’t.”
“Okay. Would you sit down now, please?”
He still seems distressed, absent-minded but he does it anyway.
“What would you like to talk about today?”
“I don’t care. Whatever. Pick something.”
“You have nothing you wanna tell me?”
He shrugs. Looks around the room. “Not really.”
“Then why are you here?”
He raises his left eyebrow and gives me the most incredulous look I’ve gotten from him so far. “If I had it my way, doc, I’d be out of this town yesterday. Well, last month, to be accurate.”
“Where?”
“Huh?”
“Where would you go?”
He makes a noise that can only be interpreted as, “I don’t care, go fuck yourself anyway, you know?”
“Were you always so bad at making casual conversation?”
“Casual conversation?” he laughs. “Casual conversation is two buddies talking about ball over a six pack of cold ones. This,” his finger points out the distance between us, “is called therapy. I talk shit, you try to understand what the aforementioned shit says about me and you write a prescription that keeps me from going crazy.”
“I actually don’t.”
“Don’t what?”
“Do that.”
“Try to understand my shit?”
“No,” I laugh, “that I do. But I’ve never given you any medication. Not my job to, anyway.”
He doesn’t say anything.
“Are you afraid you’re going crazy?”
“Aren’t we all?” he bullshits his question with a smile.
“Well, not all of us are cops who have shot the husband and child of a woman who was trying to save her son from his drunken father, but,” I shake my head. “Yeah, in some sense, we’re all a bit crazy.”
“You can go fuck yourself,” he says in a very casual, emotionless voice.
“That’s very good.”
“Masturbation?”
“You just expressed pain about your traumatic event. Means you acknowledged it.”
He doesn’t like that. He feels like I played him. He shifts his body in his seat ever so slightly but I catch his movement.
“You’ve never done that in any of our previous sessions.” I smile. “Good job.”
“Will you report me if I flip you off and storm out of this shithole right this moment?”
“Probably.”
“I see.”
“Are you seeing her tonight?”
“No.” He blinks. “No, I cancelled.”
“Why?”
“It’s his birthday this week. Her son’s, I mean.” He looks around again; his eyes stare at the blood-red bookcase he didn’t seem to like before. I see him sigh—his chest moves slowly up and then down—but it’s a silent sigh. “He’d be turning twelve.”
“Maybe she needs someone to go through this with.”
“Ha ha. Yeah, I doubt the man who murdered Colin is the right company.”
“You can’t know that. Maybe she chose you.”
He almost snorts. “Doc, it doesn’t work this way. Maybe in the movies—maybe the dude gets to fuck the damsel in distress despite destroying half the city?” he flicks his tongue against his front teeth and laughs. “But no, not here.”
“You didn’t destroy a city.”
“No, you’re right. I didn’t. I destroyed her world.”

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

& - 001

«Όταν της άνοιξα την πόρτα, με ρώτησε αν θέλω βοήθεια και της είπα ότι θα τα καταφέρω μόνος μου. Της έδωσα την ομπρέλα μου γιατί δεν μπορούσα να ανέβω τα εννιά σκαλιά μέχρι την μπροστινή της πόρτα. Με κοίταξε πριν την δεχτεί αλλά δεν είπε κάτι και έφυγε. Έμεινα στη βροχή, δίπλα στο ταξί, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα στη πολυκατοικία. Θα συνέχιζα να βρέχομαι αλλά άκουσα τη φωνή του οδηγού να με ρωτάει τι θα γίνει και μπήκα πάλι στη πίσω θέση. Δεν θυμάμαι τι διεύθυνση του έδωσα αλλά το πρωί βρισκόμουν στο κρεβάτι μου.
Το βράδυ είδα πως βρισκόμουν σε μια τεράστια φωλιά πουλιών ενός πανύψηλου δέντρου και τα κλαδιά με έκοβαν σε μερικά σημεία αλλά δεν με ένοιαζε. Το προηγούμενο βράδυ είχα δει το ίδιο όνειρο μόνο που ήταν κι εκείνη δίπλα μου. Τα κλαδιά δεν την πλήγωναν. Στο χθεσινό όνειρο γδερνόμουν για τρία άτομα: εμένα, εκείνη, την απουσία της. Ξύπνησα επειδή πονούσε το κεφάλι μου επειδή ξύπνησα. Νόμιζα πως είχε ξημερώσει αλλά ήταν ακόμα η ίδια νύχτα και ήθελα να επιστρέψω στο όνειρο, δεν με ένοιαζε το αίμα, αλλά χτύπησε το τηλέφωνο και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε η φωνή ήταν, «Τι θες να της πω;».
Δεν ήξερα ποιος ήταν αλλά απάντησα, «Δεν ξέρω. Ό,τι θες».
Μετά η φωνή είπε, «Μην μου δίνεις τόσες ελευθερίες, θα την διώξω από δίπλα σου», και πριν εξηγήσω πως πιθανότατα θα το ήθελε και η ίδια, ξύπνησα.
Άλλο όνειρο».
«Περιπετειώδης βραδιά», χαμογέλασε αλλά ήταν περισσότερο αφοσιωμένη στις σημειώσεις.
«Όχι», έγνεψα αρνητικά. «Περιπετειώδης βραδιά ήταν το ‘82 στο Λονδίνο, όταν έφαγα γυαλί στο κεφάλι». Χάιδεψα το σημείο ανάμεσα στα μαλλιά μου. «Ή το ’85, ανατολική Ασία…»
«Σε πόσα μέρη έχεις ταξιδέψει;», ρώτησε χωρίς να σταματήσει να γράφει. Αλλά με κοιτούσε την ίδια στιγμή, οπότε δεν μπορώ να πω πως δεν την παραδέχτηκα.
«Πολλά;». Ερώτηση. «Πολλά».
«Έχω πάει μόνο στο Βατικανό και από δεκαπέντε ημέρες έμεινα τρεις, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου».
«Σε πόση ώρα επιστρέφουμε στο ότι δεν μπήκα σπίτι της, γιατί πρέπει να φύγω σε δεκαπέντε λεπτά».
Χαμογέλασε και άφησε το στυλό για πρώτη φορά. «Όποτε θες».
«Δεν πρέπει να με πιέσεις;»
«Δεν πιέζω κανέναν».
«Ωραία». Κοίταξα το χαλί. Καινούριο πέρα από το σημείο που ακούμπαγαν τα παπούτσια της, μπροστά από την πολυθρόνα. «Είμαι ηλίθιος».
«Δεν είσαι ηλίθιος».
«Καλά, δειλός».
Άρχισε με ένα, «Δεν είσαι δειλός», αλλά σταμάτησε μόνη της. «Ναι. Ναι».
«Έχει βάψει την εξώπορτά της κόκκινη». Δεν θυμόμουν να το έχω παρατηρήσει μέσα στην μπόρα.
«Όλα τα σπίτια στην οδό της είναι βαμμένα κόκκινα».
«Ήταν καφέ την τελευταία φορά—»
«Την τελευταία φορά που βρέθηκες τόσο κοντά σε οτιδήποτε δικό της ήταν τρία χρόνια πριν. Έχω περάσει πρόσφατα. Ο δήμος τα έβαψε».
Χτύπησα ρυθμικά τα πόδια μου, κοίταξα προς την βιβλιοθήκη. «Άσχημο χρώμα».
«Γιατί;»
«Απλά δεν μ’ αρέσει».
«Γιατί;»
«Ξέρεις γιατί».
«Αν δεν το πεις, δεν θα υπάρξει πρόοδος».
«Δεν υπάρχει λόγος να το πω αν το ξέρω».
«Το ότι ξέρεις πράγματα και δεν έχεις μιλήσει ποτέ σε κανέναν είναι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ».
«Μου θυμίζει αίμα. Το κόκκινο».
«Και;»
«Αρκετή πρόοδος για σήμερα, ναι».
«Και τι σου προκαλεί το αίμα;»
Και σταμάτησα να απαντάω. Αλλά όχι να την κοιτάω. Αρκετά έντονα μέχρι να νιώσει άσχημα.
«Δεν τους σκότωσες εσύ», είπε πάλι μετά από λίγο, πιο ήρεμα.
«Ναι, ε; Ψεύτικες αναμνήσεις με εμένα να κρατάω το όπλο τότε».
Σχεδόν την έπιασα να προσπαθεί να βρει κάτι να πει γρήγορα ώστε να ακουστεί φυσιολογικό, αλλά σηκώθηκα.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

"An incredibly short story for I don't remember what I wanted to write when I first started it in September:" A (Short) Novel by Me

Γράπωσε τον στυλό, μουτζάλωσε την χαρτοπετσέτα, σιγούρεψε πως το μελάνι δεν έχει παγώσει. Έπιασε το χέρι της, άρχισε να γράφει κάτι στο δέρμα της κι εκείνη έπνιξε το χαμόγελο από την επαφή. Της παράτησε γρήγορα τον στυλό δίπλα στον καφέ και έφυγε από το τραπεζάκι, έφυγε από τη καφετέρια, εξαφανίστηκε από το πεζοδρόμιο, χάθηκε πίσω από κάποιους ανθρώπους χωρίς να μιλήσει. Σήκωσε το χέρι της και είδε το κακογραμμένο, «Λογικά βρέχει πολύ στην καρδιά σου για να έχεις τόσα πολλά λουλούδια να ανθίζουν στον θώρακά σου».

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Let's talk about Paranoia

Πριν μερικές ημέρες, συνειδητοποίησα ότι το ίντερνετ δεν είναι ασφαλές.
Όχι πως μοίραζα στοιχεία πιστωτικών καρτών σε ξένους (δεν έχω πιστωτικές κάρτες), αλλά κατόπιν μιας επίσκεψής μου σε όλες τις ιστοσελίδες που έχω ανεβάσει ποιήματα, κείμενα, ιστορίες (είμαι κυριολεκτικά παντού, your bed has been breached), θυμήθηκα πως ακόμα και αν καταφέρω να διαγράψω οτιδήποτε έχω δημοσιεύσει στο διαδίκτυο, αυτό θα παραμείνει εκεί, έστω μερικώς. Το ίδιο συνέβη και με παλιές μου ζωγραφιές που πριν δύο χρόνια έτρεξα να κάψω από ιστότοπους εδώ κι εκεί (πίστευα ότι θα αρχίσω να ανεβάζω μόνο προσεγμένες δημιουργίες… πίστευα), και ψάχνοντας τώρα παλιά μου username, ξαναβρίσκω αποδείξεις της ύπαρξής τους στο Google.
whyisthishappeningtome.mp3
Δυστυχώς, το ίδιο θα συμβεί και στο Enigmatic Monsters όταν αποφασίσω πως το μπλογκ δεν πάει πουθενά. Θα μείνουν όλες αυτές οι μισοτελειωμένες ιστορίες, τα κείμενα που κάποτε πίστευα ότι ήταν αστεία (ναι, όχι, δεν ήταν) και οτιδήποτε πρόκειται να ανεβάσω. Φρικιαστικό, πιθανό μέλλον. Δεν υπάρχει, βέβαια, λογική εξήγηση γιατί κάποιος θα βρει το EM καταλάθος μετά την διαγραφή του όταν τώρα, που υποτίθεται λειτουργεί κανονικά, δεν πατάει πόδι. Ο συνωμοτικός χαιρέκακος εαυτός μου τρίβει τα χεράκια του. Η πλευρά που υπερτερεί συνήθως (η ίδια που μισεί τα πάντα) ελπίζει στην ολοκληρωτική καταστροφή του ίντερνετ, μέχρι που θα επαναφερθεί και όλα τα αποθηκευμένα στοιχεία θα έχουν διαγραφεί. Μπορώ να ζήσω για μερικές εβδομάδες χωρίς τη Wikipedia, φτάνει να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης ο πίνακας που δείχνει ποιος θα κέρδιζε ανάμεσα σε μάχη με τους χαρακτήρας του Λυκόφωτος και της τηλεοπτικής σειράς NCIS (το διέπραξα, με τιμώρησα, είμαι στο στάδιο της συγχώρεσης. Moving on).
Πέρα από το σημάδι που θα αφήσω στις μεταγενέστερες γενιές, υπάρχει και το θέμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Πρόσφατα, διάβασα ένα βιβλίο με έναν τύπο που είχε δουλέψει σε οποιοδήποτε αστυνομικό/στρατιωτικό σώμα μπορούσε να του προσφέρει η αμερικανική κυβέρνηση χωρίς να ακουμπήσει τη CIA. Μετά τη πρώτη του αποκάλυψη πως τρομοκράτες έφτιαξαν έναν ιό που κάνει τον ανθρώπινο οργανισμό να συμπεριφέρεται αρκετά παρόμοια με ζόμπι (the surprise, right??), και χωρίς να έχει αυτό θέμα με το που θέλω να καταλήξω, άρχισε μια συζήτηση με τον ψυχίατρο φίλο του σχετικά με την ιδιωτική ζωή. Ο φίλος του ήταν υπέρ το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, εντελώς αντίθετα με κινήσεις της κυβέρνησης να υποκλέβουν γράμματα, e-mail, τηλεφωνήματα, DNA σάλιου από την χλεμπόνα που έριξες όταν νόμιζες πως δεν σε κοιτούσε κανείς, ενώ ο ήρωας έδωσε το αντεπιχείρημα πως αυτό ακριβώς γνωρίζουν οι τρομοκράτες και εκμεταλλεύονται για το κακό της χώρας. Δηλαδή ότι γενικά, they are watching you so you better make them regret it by masturbating furiously, not breaking eye contact with the dark corner of your room. Είναι go big or home η φάση και αν go home, masturbate furiously and don’t break eye contact with the dark corner.
Αυτό σημαίνει ότι αν όντως οι κυβερνήσεις ψάχνουν για λέξεις-κλειδιά που θα τους κάνουν να ψάξουν περαιτέρω το κείμενο στο οποίο αναφέρθηκαν οι ίδιες λέξεις-κλειδιά, πρέπει να έχω ανεβάσει κόκκινες σημαίες σε περίπου είκοσι-πέντε μυστικές οργανώσεις, συν NSA, CIA, FBI και Interpol. Οι ιστορίες μου είναι σχεδόν πάντα αποκλειστικά περιπέτειας και έχουν μέσα μυστικούς πράκτορες (ναι, συνηθισμένο θέμα αλλά τουλάχιστον δεν έχω ζόμπι, yas?), οπότε είτε ετοιμάζουν επιδρομή στο σπίτι μου (“ALPHA TEAM, ITS A GO, GO GO, THE LUNATIC WHO HAS NO LIFE AND MIGHT QUITE POSSIBLY BE A TERRORIST TOO IS INSIDE!”) ή έχω μια μεγάλη αλυσίδα θαυμαστών που δουλεύουν σε ομοσπονδιακές δουλειές (“GO, GO, GO, THERES OUR IDOL, TACKLE HER!”). Πάντα τελειώνουν τόσο δυσβάστακτα κάτι τέτοια.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Anpolis: Prologue

Prologue








I’ve heard whispers about the new kid.

Word is he’s been going around stealing people’s watches, rings, pens — anything he can lay his little filthy hands on, and robbing their houses. Sometimes, he even abducts their pets just to return them a week later completely shaven. They say he got that barely noticeable scar under his right eye when someone woke up in the middle of the night, saw him and beat the crap out of him. He had to spend the next three nights in a hospital, not because the owner showed good faith, but because a police officer saw his thrown body near the post office and called it in. Turns out his mother was a hooker that got beat to death by her pimp when she refused to get back to work the day after she gave birth to him. His daddy’s in jail for dealing drugs. He visits him two times a year and usually the second one lasts shorter than the first one.

They say that kid’s got something twisted in him. Some screw that got loose, or maybe a demon that’s been controlling him ever since he was a toddler. He’s killed. Many times before. Nobody knows why the police hasn’t made him yet (you’d think with so many rumors, even the cops would bother to look a bit more into it) but you can see it in his eyes. Green eyes that could belong to an angel and all you see are the blood thirst and the paranoia swimming from pupil to pupil. Oh, and that god forsaken smile... Perfect teeth that dug into his aunt’s flesh when he was barely seven years old just because she made macaroni and cheese when he had clearly stated he wanted pizza for dinner. She left him in a foster home after that night and disappeared from his life, never to be seen again. He didn’t mind. As far as he was concerned, that woman shared his mother’s blood and he hates his mother. He’s never met her and he’s thankful for that every day.

Last month he was seen outside church. Perrysdale’s a small town, people talk, and for the past six months, people’ve been talking about him. Kid that appeared from nowhere probably looks for trouble like a thirsty hound looks for water, no way to know if he’s finished school or if he’s still going. The parents went crazy the first week and no school principal would answer if they had him as a student. They believed in privacy and crap like that. So in return, they started pulling their kids from the only Perrysdale High School and the other two middle schools to keep them safe. Seventeen-year-olds being under curfew because a guy was out there. The school council reacted, Perrysdale had a track record of county’s best student performance for the past eight years after all, so they reassured them that yes, Creepy Kid wasn’t a student. School halls filled once again.

Heh, that must have made him laugh.

Anyway, he was circling the church that Friday and an old couple was watching him from the small park opposite the church and got worried. Lovely couple, they haven’t been around much lately. They said the kid looked worried, arms in jacket, slouched shoulders, muttering something over and over again until he came to a halt. Mrs. Welsh said he raised his head and looked at them and for a moment, he looked peaceful. Creepy Kid was actually quite handsome and made an impression on her. She said she felt a bit bad for that single minute. She had believed all those rumors about him being a “bad boy” and had agreed the previous week that he must had skinned that cat alive, but he now only looked like a misunderstood young adult who had come to Perrysdale to find himself a home only to be treated as an abomination that people were too scared to remove from their town.

Mr. Welsh said the kid started smiling. The heavenly light was lost, he started turning into a demon. Sinister look on his face, his body straightened up. He looked angered, amused, pleased and probably a bit horny but Mr. Welsh decided not to use that kind of language in front of his fragile wife’s ears. They both agreed he seemed ready to pass the empty road and come up to them but they left as quickly as they could. By the time they looked back, “the demon was gone, vanished into thin air as if the devil himself had dared appear in front of God’s house to take his supplicant under his wing”. Mrs. Welsh’s input.

For the next three weeks, everyone started discussing about PPD’s intention to finally get more intimate with him, maybe even pay him a visit at his house, ask some questions, and hopefully lock him up or, better yet, send him to NYPD’s hands. A big city like New York can certainly take care of him and Perrysdale will be finally left in peace. Problem is, nobody knows where he lives. And certainly, no one has ever asked.

It’s been unanimously agreed that every townie leave him alone, keep their distance and lock their homes at night. Some have even started sleeping with their guns and set cheap home security systems in case the young murderer decides to go on a killing spree in their town. He hasn’t done it in Perrysdale yet.

I’ve heard whispers that the new kid is bad news, but it’s okay. All that’s, of course, not accurate. I’ve never robbed anyone.