Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

ρήμα, αντικείμενο;

*υπενθύμιση πως το πρώτο πρόσωπο είναι  υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ό .


«Αν σκεφτείς πόσες φορές έχουμε πονέσει για ασήμαντα πράγματα, θα τρελαθείς από το ποσοστό ευτυχίας που χάσαμε μόνο και μόνο επειδή μπερδέψαμε κάτι μικρό με κάτι πραγματικά τεράστιο», κλέβει ρουφηξιά από το μισοτελειωμένο τσιγάρο του. «Εντάξει, υποκειμενική η ευτυχία, υποκειμενικό και τι είναι το μεγάλο ή το μικρό για τον καθένα, έτσι;».
Οι άνθρωποι ανάμεσα στην μεγαλύτερη ευτυχία και την μεγαλύτερη δυστυχία πρέπει να διαλέγουν πάντα το δεύτερο, γιατί με το πρώτο ξεχνάνε… ξεχνάνε πολλά. Αυτή είναι η λογική του. «Ναι… Δεν σου αρέσουν πολύ οι άνθρωποι, ε; Σε έχω κόψει εγώ, δεν φαίνεσαι σαν τους άλλους». Κόψτο το ρημάδι, κοιτάζω την μικρή φωτιά ανάμεσα στον καπνό, τις στάχτες και σκέφτομαι πως αυτό θα τον σκοτώσει, αν όχι κανένας καβγάς στις τρεις τα ξημερώματα σε κάποιο απομακρυσμένο μπαρ.
«Εσένα σ’ αρέσουν;», ρωτάει και κοιτάζει τα αστέρια – όχι ότι φαίνονται μπλεγμένα με τα φώτα της πόλης, αλλά βρίσκει κάτι ενδιαφέρον στο να κοιτάει εκεί πάνω.
«Οι άνθρωποι εμένα… δεν ξέρω, με εξιτάρουν. Περίεργα πλάσματα, μαλάκες οι περισσότεροι, το ξέρω, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας. Είμαστε ικανοί, αλλά διαλέγουμε την διαστροφή. Άσε που υπάρχει και ομορφιά στην διαστροφή, αλλά…», παίρνω μια γρήγορη ανάσα. «Άσε, ας μην το ανοίξω το θέμα».
«Η διαστροφή. Ξέρεις. Κι αυτή υποκειμενική», δεν ξεκολλάει τα μάτια του από τον ουρανό.
«Όλα υποκειμενικά με εσένα».
«Γιατί, δεν είναι; Δηλαδή, δεν ξέρω αν είναι, αλλά θα έπρεπε. Είμαστε άτομα γεννημένα για να έχουμε διαφορετικά στοιχεία ο καθένας, και επειδή φοβόμαστε το ‘άλλο’, καταλήξαμε να ομαδοποιούμε τα πάντα, κλίκες. Το να είναι κάτι υποκειμενικό σημαίνει ότι υπάρχουν αρκετές διαφορετικές γνώμες για να το κατατάξουν έτσι».
Με κάνει να σκάσω για λίγο και εισπνέω τον καπνό από αυτόν και άλλους καπνιστές που κάθονται σε διπλανά παγκάκια. Κάνει ψοφόκρυο και σχηματίζω συννεφάκια μπροστά μου. «Βρίσκω το συναίσθημα του να είσαι ανάμεσα σε δικούς σου θερμό. Μοναδικό, αν θες», λέω τελικά.
«Θεωρείς κάποιον δικό σου επειδή είναι ίδιος με εσένα;», γυρίζει την προσοχή του σε εμένα. «Η μάνα σου δηλαδή που σου τα πρήζει για τα πεταμένα σώβρακα σε κάθε γωνία του δωματίου, δεν είναι δικιά σου; Ο πατέρας σου είμαι σίγουρος δεν ακούει την ίδια μουσική με εσένα, ο μικρός σου αδερφός κι αυτός στον κόσμο του. Δικοί σου δεν είναι;».
«Μιλάς για εξωτερικά χαρακτηριστικά τώρα»
«Απλά φοβάσαι την πιθανότητα να μην είναι ίδιοι με εσένα, επειδή είναι οικογένειά σου»
«Δεν καταλαβαίνω;»
Πάει να πει κάτι αλλά κλείνει το στόμα του. Τελειώνει το τσιγάρο του και το πετάει δίπλα στο παπούτσι του για να το σβήσει. «Για να απαντήσω στην εκτίμησή σου, έχεις δίκιο, δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι».
Το ξέρω. «Σημαδεύτηκες από κάποιον και άρχισες να βλέπεις αλλιώς τον κόσμο;», δεν θέλω να ακουστεί τόσο ειρωνικό, αλλά ακούγεται, και στο τέλος το δέχομαι.
«Δεν χρειάζεται να με χαϊδεύει ο αγαπημένος μου θείος σε κρυφά σημεία για να αρχίσω να βλέπω με άλλο μάτι τα γεγονότα γύρω μου», ακουμπάει πίσω. «Απλά δεν μου αρέσει όλο αυτό», κάνει μια γενική κίνηση με το κεφάλι του.
«Το πάρκο;»
«Τα πάντα»
«Σου αρέσει το τσιγάρο», του θυμίζω.
«Ε, εντάξει, υποκειμενικό». Γελάει στην νευριασμένη έκφρασή μου. «Ναι, μου αρέσει το τσιγάρο».
«Κάτι κάνανε σωστά οι άνθρωποι, δηλαδή»
Ανασηκώνει τους ώμους του. Ξανακοιτάει προς τα πάνω, χαλαρώνει. «Μια στο τόσο».
Κάνω πως χαλαρώνω κι εγώ. Συνεχίζω να κρυώνω, να μισώ το πακέτο τσιγάρων στη τσέπη του… «Γιατί κοιτάς συνέχεια τον ουρανό;»
Κατεβάζει το κεφάλι του. «Την τύπισσα στον τέταρτο όροφο που ξεντύνεται βλέπω».