Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Ήταν να μην αρχίσεις.


Ουρλιάζεις.
Ζητάς βοήθεια.
Κάποιος να εμφανιστεί στη γωνία, ρε παιδιά, και να είναι εκεί, απλά εκεί, τίποτα παραπάνω.
Κοιμούνται.
Σταματάς να ουρλιάζεις.
Δεν ακούνε.
Ή δεν ουρλιάζεις αρκετά.
Ή δεν ενδιαφέρονται.
Ή δεν ακούνε – εντάξει.
Σταματάς.
Το κόβεις.
Τέλος.
Δεν υπάρχει άλλη κραυγή από εσένα.
Ποτέ ξανά.
Για οποιονδήποτε λόγο ή ανάγκη.
Ε, αφού τα κατάφερες απόψε, όλα καλά.
Από εδώ και πέρα μπορείς τα πάντα.
Είσαι δυνατός.
Ανίκητος.
Θεός.
Μετά κάτι γίνεται.
Α… δεν μπορείς τα πάντα τελικά.
Το συναίσθημα πως πνίγεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό;
Ναι. Επιστρέφει.
Δεν ζητάς χαρά.
Ζητάς κενό.
Μούδιασμα.
Να μη νιώθεις.
Τελείως ουδετερότητα.
Διακόπτης.
Από εκείνους που κλείνουν τα πάντα.
Υπάρχει; Όχι. Θα εφευρεθεί.
Ωραία, προς το παρών δεν μπορείς να τον έχεις.
Οι επόμενες τέσσερις ώρες είναι επανάληψη.
Γωνία δωματίου.
Κουλουριασμένο σώμα.
Σκέψεις που δεν φεύγουν μακριά από το πίσω μέρος του λαιμού.
Μα και να ακουστείς, ποιος θα σε ακούσει;
Ποιος θα είναι εκεί για να ανοιγοκλείσει βλέφαρα;
Σου έχουν πει όμως –ή έχεις διαβάσει- πως η ζωή έχει πόνο.
Και με πόνο θα μάθεις.
Κατόπιν, προχωράς.
Βασικά δεν μαθαίνεις.
(Κλασσικά.)
Δεν είσαι από αυτούς τους δυνατούς, βλέπεις.
Μέσα από τις δυσκολίες, δεν βγάζεις τέχνη.
Πέφτεις.
Κομματάκια ψυχής.
Της δικής σου είναι.
Στο πάτωμα διαμελισμένες κραυγές.
Εκείνες από πριν, που αποφάσισες να τις σταματήσεις.
Μερικές σκέψεις αρχίζουν και σε ηρεμούν.
Λάθος σκέψεις.
(Επίσης κλασσικά.)
Αλλά καταφέρνουν αυτό που θες.
Μένεις με άσπρο καμβά για λίγο.
Μετά πάλι κόκκινες πινελιές.
Σκίζεις τον καμβά.
Είπαμε, δεν βγάζεις τέχνη.
Ανοιγοκλείνεις τα δικά σου βλέφαρα γιατί είσαι εσύ εκεί τουλάχιστον.
Νέο κύμα ταραχής.
Βρίζεις.
Δεν μπορείς να ανοιγοκλείσεις τώρα τα βλέφαρα.
Βαραίνεις.
Αρχίζεις και κοιμάσαι.
Εύχεσαι το πρωί να μην ουρλιάξεις όπως ούρλιαξες το βράδυ.
Το πρωί είναι άλλη μέρα.
Δεν ουρλιάζουμε το πρωί.
Τέλος πάντων.
Κοιμάσαι.

Όνειρα.
Άκυρα.

Το πρωί ουρλιάζεις πάλι.



Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

After Midnight


Η μάνα μου έχει να κοιμηθεί αρκετές ώρες, ο καφές της έχει σχεδόν τελειώσει, το ψυγείο δεν έχει γλυκά για να την απασχολήσουν, και στις δύο το βράδυ δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση που μπορεί να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Κάθομαι εδώ και κάμποση ώρα απέναντί της, στον άλλο καναπέ και μιλάμε για τις Πανελλήνιες και τα μαθήματα, τα φροντιστήρια, και ύστερα για το πόσο άλλαξε ο αδερφός μου από την εφηβεία του μέχρι τώρα. Πως έγινε περισσότερο τρελάρας και πως τον προτιμάμε όπως είναι τώρα, παρά με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. Αυτό της δίνει το ελεύθερο να πάει τη κουβέντα σε εμένα.
«Εσύ περνάς τη φάση σου τώρα», αρχίζει. «Την εφηβεία σου. Όχι σαν τον Δημήτρη, δεν φωνάζεις, δεν μιλάς. Την περνάς σιωπηλά». Είναι αρκετά σίγουρη, και δεν μιλάω. «Έχεις στιγμές που νιώθεις μοναξιά ή σου βγαίνει σε κατάθλιψη;».
Αρχίζω και μουρμουρίζω λέξεις που δεν καταλαβαίνει, μασάω τα λόγια μου και με ξαναρωτάει. Κουνάω αόριστα το κεφάλι μου και αποφεύγω το βλέμμα της. «Τι σημασία έχει;», λέω ειλικρινά.
«Ε,  τι σημασία έχει; Σε ρωτάω».
«Ωραία, ναι», καταλήγω.
 «Γιατί δεν έρχεσαι να μου μιλήσεις όταν θες κάτι;», ρωτάει και το λέει με ψεύτικο παράπονο γιατί μετά θα αρχίσει να νιώθει ενοχές που δεν είναι καλή μητέρα σε εμένα.. «Ο αδερφός σου όταν δεν νιώθει καλά, ακόμα και το βράδυ έρχεται και συζητάμε». Ναι, σας ακούω τα ξημερώματα, μέρες σχολείου, που ενώ θα έπρεπε να βλέπω κάποιο όνειρο, ακούω για τα προβλήματα του συνάδερφου από εκεί.
Αρχικά, απαντάω στο κεφάλι μου, γιατί δεν καταλαβαίνεις και δεν περιμένω να το κάνεις. Το οποίο είναι αλήθεια και δεν το λέω με κακία. Απλά συνεννόηση μεταξύ εμένα κι εκείνης δεν θα υπάρξει ποτέ, εκτός κι αν είναι δικός της το θέμα. Και δεύτερον, δεν είμαι εκείνος. Κάτι το οποίο τώρα τελευταία μπερδεύουν συνέχεια σε αυτό το σπίτι.
«Επειδή δεν είναι πρόβλημά σου», της λέω τελικά.
«Αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να έρθεις;».
«Όχι, μπορώ. Αλλά παραμένει να μην είναι δικό σου το πρόβλημα».
«Μπορώ να βοηθήσω», το συνεχίζει. «Μπορείς να μου λες και να σε βοηθάω. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να μου λες πως αν έρθω εγώ, επειδή έχω κάποιο δικό μου πρόβλημα, δεν θα με βοηθήσεις».
Της εξηγώ, «Σου λέω πως αν έρθεις εσύ με δικό σου πρόβλημα, θα σε βοηθήσω, αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να φέρω το δικό μου πρόβλημα σε εσένα». Συνεννόηση…
Μετά από λίγο αρχίζουμε άλλο θέμα. Κάτι της λέω ότι δεν θα με πείραζε να δουλέψω σε φυλακές, αν και δεν ξέρω πως θα τα κατάφερνα με την ψυχολογία αυτό και μου λέει για εκείνον τον τύπο που μπήκε μέσα στο θέατρο και σκότωσε πόσους ανθρώπους. Την βλέπω που την πειράζει πολύ ότι στην δίκη, την πρώτη φορά φαινόταν χαμένος και την δεύτερη φορά, φαινόταν εντελώς ανέκφραστος, χωρίς να τον ενδιαφέρουν στο ελάχιστο οι πράξεις του.
Κάπως τα καταφέρνουμε μάνα και κόρη – καταλήγουμε σε εκείνο το θέμα, το ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο άνθρωπος δεν νιώθει τίποτα, από καθαρή επιλογή του.
«Είναι πολύ εύκολο», λέω στη μητέρα μου, «για έναν άνθρωπο να σταματήσει να νιώθει. Να μείνει απαθής. Περισσότερο εύκολο από το να νευριάσει ή να αντιδράσει με χίλιους φυσιολογικούς, προς εσένα, τρόπους».
«Γιατί είναι εύκολο;», με ρωτάει ψιλοενοχλημένα. «Γιατί κάποιος, ο οποιοσδήποτε, να διάλεγε να μην νιώθει, από το να νιώσει χαρούμενος;». Φαίνεται μπερδεμένη, πως οι θεωρίες για τη ζωή που έχει σχηματίσει, αρχίζουν να φαίνονται πολύ λάθος γύρω της.
«Οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο χαρά», της θυμίζω. «Πονάνε επίσης».
«Οπότε μου λες πως κάποιος θα διάλεγε να σταματήσει να νιώθει… για ποιόν λόγο ακριβώς;».
Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί φτάνουμε σε γνωστά νερά. Μπορώ να της αναλύσω το θέμα με ολόκληρο βιβλίο και στο τέλος δεν θα έχει καταλάβει πολλά από αυτά που θέλω να της περάσω. «Να προστατευτεί. Από όσα νιώθει. Αρνητικά συναισθήματα που μπορούν να του σαπίσουν τη ψυχή και να τον λυγίσουν». Θέλω να αναφέρω τον όρο μιζέρια που χρησιμοποίησε πριν αυτή τη συζήτηση και να της εξηγήσω πως τότε ο άνθρωπος θα καταλήξει μίζερος και όχι η καραμέλα που την έχουν όλοι να λένε τους πάντες γύρω τους μίζερους, χωρίς να ξέρουν για τι μιλάνε.
«Τότε», λέει γρήγορα και με σιγουριά, γιατί προσπαθεί όπως πάντα να μου το παίξει εκείνη που θα βγει σωστή από τη συζήτηση, «καλύτερα αυτόν τον άνθρωπο να τον κλείσουν μέσα».
Την κοιτάω παραξενεμένη. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είμαι εγώ, χωρίς να το ξέρει. «Μα δεν μιλάω για δολοφόνο ή εγκληματία. Μιλάω για καθημερινούς ανθρώπους», προσπαθώ να την πείσω. Το έχω πάρει κάπως προσωπικά το θέμα.
«Ε, ναι. Μου λες πως κάποιος διαλέγει να μην νιώσει; Καλύτερα να τον κλείσουν μέσα», επαναλαμβάνει. Σε ψυχιατρείο υποθέτω, αλλά δεν ρωτάω. «Καλύτερα να απομακρυνθεί από όλους, γιατί δεν υπάρχει λύση για αυτόν».
«Γιατί;», της θέτω το ερώτημα. «Επειδή αποφάσισε να είναι δυνατός;».
«Δύναμη είναι να αντιμετωπίζεις όσα νιώθεις και στο τέλος να βγαίνεις με το κεφάλι ψηλά», αρχίζει τα ηρωικά της.
«Όταν όσα νιώθεις είναι περισσότερο βαριά από αυτά που μπορείς να αντέξεις, το πρώτο πράγμα που θα βγεις, είναι νεκρός. Ψυχικά. Και, ξέρεις, μπορεί η ζωή να του τα έφερε έτσι».
Γελάει. «Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχεται ή πως τα δέχεται και τι θα έχει αποκτήσει μετά από αυτά», δεν με αφήνει να απαντήσω. «Είσαι ζωγράφος. Πως θα περιέγραφες τη σκηνή της μιζέριας;», γυρίζει στο άλλο θέμα.
Εντάξει. Αυτό μπορώ να το κάνω πάντως, να της περιγράψω μια εικόνα, αντί να αρθρώσω προτάσεις που εξηγούν τι νιώθω. «Άνθρωπος ντυμένος κλασσικά, σαν εκείνους από όλες τις παλιές ταινίες. Με παλτό και βαλίτσα στο χέρι. Καπέλο στο κεφάλι. Περπατάει ανάμεσα στο πιο όμορφο πάρκο που έχει υπάρξει ποτέ. Κάτω από τον πιο όμορφο ήλιο και ουρανό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στον δρόμο του συναντάει γνωστούς και αγνώστους και χαμογελάει, περνάει καλά, έχει την καλύτερη ζωή, τις καλύτερες αναμνήσεις. Όμως», σταματάω λίγο. «Από τη στιγμή που γεννιέται νιώθει πως κάτι δεν είναι σωστό. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σε όσα καλά περνάει, υπάρχει το βάρος. Προσπαθεί να το αγνοήσει γιατί δεν νομίζει πως ο οποιοσδήποτε θα δώσει σημασία στο πρόβλημά του. Οπότε το βάρος μεγαλώνει .Σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, το βάρος έχει φάει τη ψυχή του και τώρα, πάνω από τον κύριο, εκείνον με όλα τα χαμόγελα και τις ιστορίες γεμάτες αγκαλιές, βλέπεις ένα κουλουριασμένο φάντασμα που σιωπηλά ζητάει για βοήθεια». Χαμογελάω. «Ξέρεις γιατί τίποτα δεν θα αλλάξει; Ξέρεις γιατί παρόλα τα πράγματα που ίσως θα μπορούσε να είχε κάνει, δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχτηκε και ο τρόπος που τα δεχόταν και τι απέκτησε μετά από αυτά;».
Κουνάει το κεφάλι της. «Γιατί;»
«Η βοήθεια που ζητούσε το φάντασμα ήταν εκεί από τα γενέθλιά του και ο ίδιος δεν μπόρεσε να την ακούσει ποτέ».


Η συζήτηση -για καλό ή για κακό- δεν τέλειωσε εκεί.


Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Η Δωδεκάδελτος του Τέρατος


Σκέφτηκα να παραθέσω μερικά από εκείνα τα πράγματα που θέλω να κάνω ή γίνω, τα οποία δεν ενδιαφέρει κανέναν, αλλά θέλω να νιώσω σημαντική, και το να κάθομαι να βλέπω ταινίες, ειδικά αφού συνειδητοποιώ ότι το 2000 είχε καλύτερα γραφικά από ταινίες του ’12, δεν βοηθάει ιδιαίτερα.

(Όπως επίσης δεν βοηθάει να δείχνω στον πατέρα μου πώς να χρησιμοποιεί το Facebook.)

(Αλλά αυτό δεν το λέμε πουθενά.)

(Σσσς.)

Λοιπόν, έχουμε και λέμε:

  1. Λυκάνθρωπος ή κυνηγός λυκανθρώπων. Έχω κολλήσει με σειρά του MTV που έχει να κάνει με ωραίους λυκανθρώπους, με κοιλιακούς και μπράτσα και σοβαρά, ποιος δεν θέλει να ζήσει τέτοιες υπερφιλοσοφικές περιπέτειες που δεν έχουν οποιαδήποτε βάση στη κοινή λογική, αλλά δεν φταίω εγώ που βάζουν τους ηθοποιούς να πηγαίνουν καθημερινά στο γυμναστήριο, στουμπώνοντας τους με milkshake πρωτεΐνης .

Μα ποιος λέει τέτοια πράγματα.

  1. Νέα Υόρκη. Όχι, δεν θέλω να γίνω η Νέα Υόρκη, γιατί έχω ακούσει τα χαρτιά της αλλαγής από άνθρωπο σε ολόκληρη πόλη είναι κουραστική διαδικασία. Δεν θέλω να βρεθώ στη κακή πλευρά της γραφειοκρατίας. Θέλω, παρόλα αυτά, να πάω στη Νέα Υόρκη, το οποίο πιθανόν είναι και πιο εύκολο. Εκτός αν υπολογίσουμε το κάρμα που με δέρνει. Θα καταλήξει το αεροπλάνο να πέσει λίγο πριν φτάσουμε στον εναέριο χώρο της Αμερική. Εγώ θα προσπαθήσω πάντως, να μην με πουν και τεμπέλα.

(Επίσης, σημείωση πως δεν υπάρχουν λυκάνθρωποι στο Manhattan, άρα δεν μπορεί κανείς να με αποκαλέσει λυσσάρα………υπάρχει όμως κατευθείαν μετάδοση του MTV…………)

  1. Ψυχολόγος. Βρίσκεται στα πράγματα που θέλω να γίνω. Σε φυλακές κυρίως, αλλά αν τύχω και πουθενά αλλού, δεν με πειράζει. Μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία, γιατί είμαι έξυπνη και δεν σκοπεύω να προσπαθήσω από Νομική που είναι και ο ίσιος δρόμος. Πάω μέσω Καλαμάτας, σπάω τα όρια (και στο τέλος θα καταλήξω άνεργη, έχοντας περάσει μόνο το πρώτο έτος στο Πανεπιστήμιο). Αν δεν μας κάτσει αυτό, όχι, δεν θα κάτσουμε σε καθηγητή, θα προσπαθήσουμε κάτι διαφορετικό. Η Ελλάδα έχει πολλά σκουπίδια, ο δήμος δεν σταματάει να προσλαμβάνει. Επιλογές πολλές, σκουπιδιάρικα ατέλειωτα. Το πορτοκαλί μου πάει. Την βρήκαμε και την επαγγελματική μας αποκατάσταση.

  1. Να αποκτήσω εκείνη τη γλυκιά, κελαϊδένια αμερικάνικη προφορά, που είναι ανάμεσα σε Βοστόνη και Νιου Τζέρσει, αλλά την κατανοείς περισσότερο από την ψευτοδιεθνή που δεν καταλαβαίνει ούτε αυτός που μιλάει. Γιατί αν το προσπαθήσω, κάτι βγάζω, δεν ακούγομαι εντελώς σαν εκείνη την Ελληνίδα που έχει δει πολλές ξένες σειρές (η οποία, παρεπιμτώντος, είμαι αυτή η Ελληνίδα). Ύστερα από λίγο ακούω κανονικό Αμερικάνο και χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο γιατί βρίσκομαι μίλια μακριά. Για την ακρίβεια, από αριθμό που έχω μάθει απ’ έξω, οκτώ χιλιάδες εξήντα (κόμμα, επειδή είμαστε και γαμώ) είκοσι εννιά χιλιόμετρα. Ου γαμώ τα αεροπορικά εισιτήρια.

  1. Να μάθω να ζωγραφίζω έτσι ώστε να καταλαβαίνεις τι βλέπεις και να μην μπερδεύεις το μικρό δάχτυλο με την άκρη της ζώνης του παντελονιού. Υπάρχει πρόοδος από όταν πρωτοάρχισα αλλά το θέμα πάει αργά και ως γνωστών, δεν έχω υπομονή.

  1. Δεν σκοπεύω να κάνω παιδιά, γιατί το σχέδιο μου είναι να καταλήξω με εβδομήντα εννιά γάτες… αλλά έχω σοβαρά προβλήματα θυμού προς τα διαβολάκια, οπότε αν μένω κοντά σε γειτονιά με νέα ζευγάρια, τα οποία ζευγάρια δεν κρατούν τις μελισσούλες μέσα στο παντελόνι τους και αραδιάζουν κανα τριάρι μωρά ο καθένας, θα ήθελα τότε να μάθω να τα αγαπάω, ή έστω να τα ανέχομαι. Και να με ανέχονται με τη σειρά τους, γιατί συνήθως αυτό είναι το πρόβλημα – δεν υπάρχουν αμοιβαία συναισθήματα, και καταλήγουμε στον γνωστό ρυθμό: με φτύνουν, ενώ εγώ αρχίζω να τους κυνηγάω με κουζινομάχαιρο, φωνάζοντας στη μάνα τους, «Όχι, καλέ, παίζουμε, πλαστικό είναι».

  1. Το ορκίζομαι πως αυτό δεν έχει να κάνει κάτι με το νούμερο τέσσερα (for the most part), αλλά θέλω να μάθω να χρησιμοποιώ όπλο. Και αυτοάμυνα, αλλά νομίζω είμαι καλυμμένη με κλωτσιά στο ευαίσθητο σημείο. Αλλιώς έχουμε το όπλο. Και ίσως κάποιο πριόνι τσέπης, σπρέι πιπεριάς, ελβετικό μαχαίρι… Ή αρχίζουμε να φωνάζουμε στη μέση του δρόμου, «ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ!!!», και το μισό τετράγωνο πέφτει πάνω του. Τα καλά του να μένεις στην Ελλάδα.

  1. Να μάθω ακουστική (κάτι προσπαθήσαμε, τα πάντα πατώσαμε).

  1. Scuba-diving.

  1. Να καταφέρω να τελειώσω το βιβλίο που γράφω. Δεν χρειάζομαι λεφτά εγώ, μόνο φήμη! Αχ…

  1. Να μην υπάρξει ανάρτηση σ’ αυτό το blog, που στο τέλος καταδικάζω τους πάντες.

(Είμαι καλός άνθρωπος.)

(Κατά βάθος.)

(Δεν σχολιάζουμε πόσο βάθος. Οι επιστήμονες που έστειλαν έκοψαν επικοινωνία – δεν έφτανε μέχρι εκεί το σήμα.)

(Αλλά είμαι.)

  1. Να καταφέρω να ξεφλουδίσω πατάτα ή πεπόνι, χωρίς να φαίνεται ολόκληρο το τοπίο της αποκάλυψης και οι τέσσερις καβαλάρηδες από πάνω, για γαρνιτούρα. Επίσης, στο τέλος να έχει μείνει ολόκληρη η πατάτα ή το πεπόνι, και να μην έχω το ένα εικοστό από το αρχικό προϊόν. Μόνο για ποπκόρν, τοστ και μακαρόνια είμαι καλή στη κουζίνα. Στα υπόλοιπα είναι το ίδιο με την ακουστική (κάτι προσπαθήσαμε, τα πάντα πατώσαμε).

Τέλος, αυτό που βρίσκω περισσότερο σημαντικό από τα δώδεκα, και το εύχομαι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα που υποφέρει καθημερινά (ή όποτε κάνετε μπάνιο, μπίχλες):

  1. Η απόκτηση της Τεράστιας Γνώσης του Ντουζ. Πέρα από ότι ακούγεται σαν όνομα πορνό, η Τεράστια Γνώστη του Ντουζ έχει να κάνει με την απλή κίνηση να ανοίξεις τον διάκοπτη κάπου ανάμεσα σε κρύο και ζεστό, αλλά περισσότερο προς το ζεστό γιατί κρυώνουν οι κώλοι μας εύκολα, και να πετύχεις με την πρώτη τη τέλεια θερμοκρασία. Αυτό που συνήθως καταφέρνω εγώ, είναι είτε να έχω εμπειρίες δευτερολέπτων στα βάθη της κόλασης ή στο πιο παγωμένο σημείο των δύο πόλων. Χρειάζεται ειδική μεταχείριση – τρία χιλιοστά προς τα δεξιά, ένα χιλιοστό προς τα αριστερά και ένα μιλισέκοντ προς τη μέση. 







Καλό μήνα!