Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Φιλικοί Επιπλέοντες


«To 1992, ένα κοντέινερ έπεσε στον ωκεανό στον δρόμο του από την Κίνα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, χάνοντας 29,000 πλαστικά παπάκια στον Ειρηνικό Ωκεανό. Δέκα μήνες αργότερα, το πρώτο από αυτά τα πλαστικά παπάκια ξεβράστηκε στις ακτές της Αλάσκας. Από τότε, αυτές οι πάπιες έχουν βρεθεί στη Χαβάη, Νότια Αμερική, Αυστραλία, και ταξιδεύουν αργά στο εσωτερικό του πάγου της Αρκτικής.
Παρόλα αυτά, 2,000 από τις πάπιες παγιδεύτηκαν στην Βόρεια Ειρηνική Δίνη – μια δίνη ρευμάτων, τα οποία ρεύματα μετακινούνται ανάμεσα στην Ιαπωνία, Αλάσκα, Βορειοδυτικά του Ειρηνικού και στα νησιά Aleutian. Αντικείμενα που πιάνονται στη δίνη, συνήθως παραμένουν εκεί μέσα. Καταδικασμένα να ταξιδεύουν στην ίδια πορεία, για πάντα κάνοντας κύκλους στα ίδια νερά… αλλά όχι πάντα. Τα μονοπάτια τους μπορούν να αλλάξουν από μια αλλαγή στον καιρό, μια καταιγίδα στη θάλασσα, μια τυχαία συνάντηση με ένα κοπάδι από φάλαινες.
Είκοσι χρόνια από τότε που τα πλαστικά παπάκια χάθηκαν στην θάλασσα, συνεχίζουν να εμφανίζονται στις παραλίες ολόκληρου του κόσμου. Ο αριθμός των παπιών στη δίνη έχει μειωθεί, το οποίο σημαίνει ότι είναι δυνατόν να ελευθερωθούν, ακόμα και έχοντας μετά από χρόνια συνεχίσει τους ίδιους κύκλους, στα ίδια νερά. Είναι δυνατόν να βρουν έναν τρόπο προς την ακτή.

[…]

Υπάρχουν 31, 530, 000 δευτερόλεπτα μέσα σε έναν χρόνο, χίλια χιλιοστά του δευτερολέπτου σε ένα δεύτερο, ένα εκατομμύριο μικροδευτερόλεπτα, ένα δισεκατομμύριο νανοδευτερόλεπτα, και η μία σταθερή σύνδεση ανάμεσα στα νανοδευτερόλεπτα με τα χρόνια, είναι η αλλαγή. Το σύμπαν, από τα άτομα μέχρι και τον γαλαξία, βρίσκεται σε διαρκή κατάσταση ρευστότητας. Αλλά εμείς οι άνθρωποι δεν συμπαθούμε την αλλαγή – την πολεμάμε, μας φοβίζει. Έτσι, δημιουργούμε την παραίσθηση της στάσης. Θέλουμε να πιστεύουμε σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας, τον κόσμο του τώρα, που παρόλα αυτά, το μεγάλο παράδοξο παραμένει το ίδιο. Την στιγμή που αρπάζουμε το τώρα, το τώρα έχει φύγει. Κρεμόμαστε από στιγμιότυπα, αλλά η ζωή κινεί εικόνες, κάθε νανοδευτερόλεπτο διαφορετικό από το τελευταίο. Ο χρόνος μάς αναγκάζει να ωριμάσουμε, να προσαρμοστούμε, επειδή κάθε φορά που ανοιγοκλείνουμε τα μάτια μας, ο κόσμος αλλάζει κάτω από τα πόδια μας. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε νανοδευτερόλεπτο, ο κόσμος αλλάζει. Ηλεκτρόνια συγκρούονται μεταξύ τους και αντιδρούν – άνθρωποι  συγκρούονται και αλλάζουν τη πορεία, ο ένας του άλλου.
Η αλλαγή δεν είναι εύκολη, συνήθως είναι στρεβλή και δύσκολη, αλλά ίσως αυτό είναι κάτι καλό, επειδή η αλλαγή είναι που μας κάνει δυνατούς, μας κρατάει ανθεκτικούς, και μας μαθαίνει να εξελισσόμαστε».


Λόγω της αλλαγής και λόγω των 31, 530, 000 δευτερολέπτων του χρόνου, μαζί με τα νανοδευτερόλεπτα που ακολούθησαν, τα παπάκια άρχισαν να αποχαιρετούν την δίνη και να εμφανίζονται όλο σε περισσότερες ακτές. Έχει ακουστεί πως σε κρίσιμες στιγμές, υπήρξαν άτομα που άλλαξαν ολόκληρες κοσμοθεωρίες, επειδή μπροστά τους εμφανίστηκε ένα πλαστικό παπάκι, μόνο του στην άκρη του νερού, ή αρκετά βαθιά για να μη μπορεί να φτάσει μόνο του την ακτή.

Δεν έχω πάει εδώ και καιρό κοντά σε θάλασσα. 


Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Αλλάζεις;


I invite you to a world where there is no such thing as time. Every creature lends themselves to change your state of mind. 
The girl that chased the rabbit, drank the wine, and took the pill.







Αλλάζεις.
Υπάρχουν μερικές σταγόνες από βροχή πάνω στο παράθυρο και σταμάτησε να βρέχει πριν λίγα λεπτά. Δεν πρόλαβε να κάτσει να ακούσει την βροχή με ησυχία ή να παρατηρήσει τον τρόπο που ο ουρανός φαίνεται χαρούμενος μέσα στο σκοτάδι από πυκνά σύννεφα. Ευχήθηκε να μη έρθει ο ήλιος, ούτε να έρθει το γρήγορο σκοτάδι του χειμώνα, αλλά ο ήλιος ήρθε, το σκοτάδι του χειμώνα άργησε λίγο, αλλά ήρθε κι αυτό, και εκείνη δεν έφυγε από το παράθυρο, γιατί ξέχασε αμέσως την ευχή.
Αλλάζεις, με τρομάζεις.
Δεν θυμάται πρόσωπα από την παιδική της ηλικία γιατί ποτέ δεν σήκωσε το βλέμμα της να τους κοιτάξει στα μάτια. Υπήρχε πάντα η αμηχανία ανάμεσα σε μεγαλύτερους ή ίδιας ηλικίας παιδιά πως εκείνοι είχαν το δικαίωμα να τη κοιτάξουν στα μάτια, ενώ εκείνη έπρεπε να υποστεί τη ματιά τους και να κοιτάξει αλλού, επειδή είτε είχε κάνει κάτι λάθος ή ήξεραν το ίδιο καλά με εκείνη πως από τη στιγμή που θα κοιτούσε τα μάτια τους, θα σταμάταγε να ακούει τη συζήτηση και απλά θα τα μελετούσε. Μερικές κλεφτές ματιές είναι τα πρόσωπα μερικών χρόνων πριν.
Αλλάζεις, με τρομάζεις, σε παρακαλώ, σταμάτα.
Αν το σκεφτεί, η ατμόσφαιρα άρχισε πολλά χρόνια πριν να γεμίζει με λάθος αέρα, με οξυγόνο που είχε ίχνη δηλητηρίου, αλλά στην πραγματικότητα μόνο δύο χρόνια πέρασαν. Θα συνεχίσει με την από πάντα θεωρία γιατί είναι πιο εύκολο να εξηγήσει έτσι, όχι πως εξηγεί ποτέ ή ότι το θεωρεί εύκολο, αλλά θα συνεχίσει. Και από την άλλη, το τζάμι έχει στεγνώσει και ο ουρανός δείχνει καλοκαιρινός στη μέση του χειμώνα, αλλά δείχνει τουλάχιστον και αυτό είναι αρκετό για μερικούς. Εκείνη, αντιθέτως, προτιμά τη βροχή. Πρωινά Σαββατοκύριακου, ή μερών αργίας ή αρρώστιας, και όχι καθημερινές. Οι καθημερινές είναι βαρετές, δεν έχουν θέση με τη βροχή.
Αλλάζεις, με τρομάζεις.
Το κρύο δεν το νιώθει όπως οι άλλοι και οι κουβέρτες δεν είναι αρκετές, οπότε τις πετάει. Δεν τρέμει όταν πρέπει, δεν λέει ότι κρυώνει, δεν μουρμουρίζει με κροταλίσματα δοντιών, ούτε όμως αντιμιλάει αν της πουν ότι οι κοντές μπλούζες ανήκουν σε άλλη εποχή, μακριά από τώρα. Δεν καταλαβαίνουν, δεν χρειάζεται να εξηγήσει, αλλά δεν καταλαβαίνουν. Και πάλι δεν χρειάζεται να εξηγήσει, το κρύο είναι ο παγωμένος αέρας για εκείνους, κρύο σπίτι για την ίδια. Δεν χρειάζεται να εξηγήσει.
Αλλάζεις.
Μερικές  φορές υπάρχει το κούνημα —το μικρό κούνημα— ουράς και επίσης υπάρχει στιγμιαία χαρά, αλλά η ουρά σταματάει να κουνιέται ή κουνιέται προς διαφορετική κατεύθυνση και πότε ήταν η τελευταία φορά που ουρά κουνήθηκε προς εκείνη και δεν άλλαξε αμέσως κατεύθυνση; Γιατί οι ουρές δεν είναι σαν τις σταγόνες στο παράθυρο και δεν κάθονται λίγο παραπάνω, ακόμα και αν σκοπεύουν να εξαφανιστούν με τον ήλιο; Γιατί οι ουρές παύουν να κουνιούνται χαρούμενα, γιατί το μικρό κούνημα μετατράπηκε γρήγορα σε τρεμούλιασμα; Μερικές φορές υπάρχει το κούνημα.
Αλλά σταμάτησες να με τρομάζεις.
Τελικά άκουσε μικρά χτυπήματα στη διπλανή στέγη, όταν σηκώθηκε να πάει στο σαλόνι. Έτρεξε στο παράθυρο, περίμενε, αλλά δεν έβρεξε.

(Με αηδιάζεις.)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ο 3ος



Η μουσική που άρχισε να παίζει στον αέρα δεν ήταν δυνατή. Οι περισσότεροι δεν μπόρεσαν να την ακούσουν, μερικά αυτιά την χάρηκαν, άλλα την αγνόησαν. Το μεγαλύτερο ποσοστό την μίσησε, άρχισε να μιλάει πιο δυνατά, να φύγει η μελωδία από γύρω τους, λες και ήταν αρρώστια. Οι μαύρες φιγούρες πάνω από την κούνια έμειναν ακίνητες, ακόμα και όταν άκουσαν την μουσική. Δεν τους ένοιαζε. Έγιναν ένα με τον φωτισμό του παιδικού δωματίου, τις απογευματινές φωνές έξω στον δρόμο. Χωρίς προσπάθεια κατάφεραν να μην τραβήξουν την προσοχή της οικογένειας που βρισκόταν πολύ κοντά, αλλά όπως και τη μουσική, αγνοούσε και τη παρουσία τους.
«Είναι μικρή», παρατήρησε ο ένας σοβαρά, μετά από ώρα ησυχίας. «Είναι πολύ μικρή», σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τη μαύρη φιγούρα που βρισκόταν στην μέση των τεσσάρων αντρών. «Δεν μπορεί να μας βοηθήσει».
«Είναι μία από τις τρεις», μουρμούρισε ο μεσαίος με σιγουριά. Τοποθέτησε τα  χέρια του πάνω στη κούνια προστατευτικά, χωρίς να κάνει φασαρία. Χαμογέλασε ελάχιστα, αρκετά για να το νιώσει αυτός και τα κλειστά μάτια στο πλάσμα που ήταν σκεπασμένο στο βάθος της κούνιας.
«Παραμένει μικρή», επέμεινε ο πρώτος. «Είναι και οι άλλες δύο τόσο μικρές; Είναι αστείο, δεν γίνεται να σκεφτόμαστε τέτοιες επιλογές. Άκουσε με, είναι μικρή», συνέχισε να παραπονιέται.
«Είναι όμορφη», ακούστηκε χαμηλόφωνα λίγο πιο πέρα, ο τρίτος.
«Άνθρωπος», τον διόρθωσε ο τελευταίος και διπλανός του. «Είναι άνθρωπος. Θυμήσου του».
Ο τρίτος δεν πήρε τα μάτια του πάνω από το βρέφος και ζαρώθηκε στη θέση του χωρίς να απαντήσει.
Ο μεσαίος καθάρισε τον λαιμό του, όχι επειδή το χρειαζόταν, αλλά για να μαζέψει την προσοχή των υπόλοιπων τριών φιγούρων. «Είναι μία από τις τρεις», μίλησε με σταθερή φωνή και δεν σκόπευε να συνεχίσει πολύ παραπάνω τη συγκεκριμένη συζήτηση. «Δεν αλλάζει πλέον η απόφαση. Δεχτείτε τη για να σωθούμε».
Οι μαύρες φιγούρες αναστέναξαν. Ο τρίτος άρχισε να σιγομουρμουρίζει τις νότες της μουσικής εύθυμα.

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

"Ο πόνος στην αρχή ήταν εύκολος να αγνοηθεί.

Η καλύτερη φάση της ζωής μου, πιθανότατα. Τα προβλήματα τότε όσο και αν με πλήγωναν ή με έκαναν να τα σκέφτομαι πολύ, ύστερα από μερικές ώρες ύπνου ένιωθα πως ολόκληρος ο κόσμος είχε αλλάξει θέση μόνο για εμένα, να μου προσφέρει λίγη ανακούφιση. Όλα πάγωναν, μούδιαζαν, οι προηγούμενες ώρες που ήταν γεμάτες με άσχημα συναισθήματα, έπαιρναν γκρι απόχρωση και το φιλμ σταμάταγε να είναι μέσα στο κεφάλι μου. Αποδεχόμουν ότι τα προβλήματα είχαν βρεθεί εκεί κάποτε, αλλά τουλάχιστον δεν είχα την ανάγκη να είμαι ακόμα νευριασμένη σε κάτι που πέρασε, τώρα δεν το νιώθω, και όλα μπορούν να συνεχίσουν όπως πριν.

Ύστερα ο πόνος άλλαξε περισσότερο. Γεγονότα στο σχολείο με παιδιά ή καθηγητές με έκαναν να νιώθω εκείνο το ελαφρύ βάρος στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, γιατί ενώ προσπαθούσα να διώξω οποιαδήποτε ανεπιθύμητη ανάμνηση (όπως προτείνουν όλοι γιατί δεν ξέρουν τι περνάς και ποντάρουν στο να ξεχάσεις), εκείνη έβρισκε τρόπο να γυρίσει στο κεφάλι μου, να με αναγκάσει να την αναλύσω και στο τέλος, να μη βγω σε βολικά συμπεράσματα. Ακόμα και τότε όμως, ο ύπνος είχε παίξει μεγάλο ρόλο. Ίσως μετά το ξύπνημα το μούδιασμα να κράταγε λιγότερο και ο κόσμος να μην είχε γίνει ένα καλύτερο μέρος τόσο εύκολα όσο στη παιδική μου ηλικία, αλλά μετά από κάποιο καιρό είχα τη δυνατότητα να γυρίσω πίσω και να γελάσω στο ότι το περιστατικό δεν ήταν τόσο σημαντικό, πιθανόν η άλλη μεριά δεν το θυμόταν ιδιαίτερα και όλα σύντομα θα γύριζαν στο πριν, γιατί πάντα όλα γυρίζουν στο πριν.

Έφτασε ο καιρός που το πριν παρέμεινε πριν και δεν προχώρησε ποτέ στο μετά. Ο ύπνος ήταν καθαρά στιγμιαίο φάρμακο και το μούδιασμα κράταγε μόνο κατά την διάρκεια της αναισθησίας των περίεργων, βαριών ονείρων που βρίσκονταν εκεί για να σου αποσπάσουν την προσοχή. Ίσως η ευτυχία να διαρκούσε μερικά δεύτερα μετά από το ξύπνημα, αλλά ύστερα από αυτό, όταν προσπαθούσα να ξανασκεφτώ τα προβλήματα για να δω τι νιώθω για αυτά (μπορεί ο πόνος να έφευγε, να ήμουν ελεύθερη πάλι!), όλα επέστρεφαν, τίποτα δεν έμενε πίσω, το πάντα του προχωράω είχε επισήμως μετατραπεί στο ποτέ της ελευθερίας. Και αυτό με έτρωγε. Η ψυχή μου ξεριζωνόταν μερικές φορές σιγά, άλλες πιο γρήγορα, σπάνια χωρίς να το καταλάβω, και όταν πέρασε πολύ καιρός, όλα άρχισαν να αλλάζουν. Ο τρόπος που αντιμετώπιζα τον κόσμο και τους γύρους μου, έγινε μοχθηρή αποστολής της ζωής μου. Αυτή η αποστολή είχε στόχο να περάσω τη ζωή μου και κάποτε να πεθάνω, χωρίς να επιχειρήσω το τέλος νωρίτερα, γιατί αυτό θα πλήγωνε αυτούς που με σκότωναν καθημερινά. Η φυλακή βρισκόταν γύρω μου, τα κάγκελα που είχα βάλει εγώ στον εαυτό μου για το καλό των άλλων, δεν μου επέτρεπε να το σκάσω – δεν μου επέτρεπε να φύγω από ένα μέρος που δεν άξιζα να είμαι γιατί ποτέ δεν είχα διαπράξει το έγκλημα.

Είναι σχεδόν βάρβαρο σε οποιονδήποτε άνθρωπο, και ειδικά σε κάποιον μικρότερης ηλικίας που η ζωή δεν έχει αφήσει τα συνηθισμένα σημάδια πάνω του, να υπάρχει τέτοιο βάρος στους ώμους, στη καρδιά, στη ψυχή, στο είναι.

Παρόλο τον πόνο όμως, παρόλο το ξέσκισμα της ύπαρξής μου και των τρανταγμάτων μιας μπάλας αίματος και σπασμένων κοκάλων κουλουριασμένη πάνω σε ένα κρύο κρεβάτι, ενός κατάμαυρου δωματίου… «ήμουν καλά»."

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012


Οι άνθρωποι φεύγουν επειδή νιώθουν φυλακισμένοι και επειδή κανείς δεν τους ρώτησε αν θέλουν να μείνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν επειδή τους χρειάστηκες, αλλά δεν τους χρειάστηκες αρκετά. Οι άνθρωποι φεύγουν, γιατί αν δεν έφευγαν, θα έμεναν, και αυτό είναι χειρότερο από το να φύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν για να μη χρειαστεί να τους πεις την αλήθεια και τους πληγώσεις με δεδομένα. Οι άνθρωποι φεύγουν για να πάρουν εκείνοι το φταίξιμο και όχι εσύ που δεν ήσουν αρκετά δυνατός να τους αντιμετωπίσεις. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί είναι στη φύση τους, ή απλά αυτό λένε στον εαυτό τους για να φύγουν. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί εσύ το ζήτησες εκείνο το βράδυ στον ύπνο σου, κι εκείνοι ήταν δίπλα σου και άκουσαν τα όνειρά σου. Οι άνθρωποι φεύγουν για να μην τα μετατρέψουν σε εφιάλτες. Οι άνθρωποι φεύγουν για να σιγουρέψουν πως είσαι καλά και δεν θα σε καταστρέψουν ποτέ με την τελειότητά τους. Οι άνθρωποι φεύγουν για να σε πονέσουν και να καταλάβεις πως ο πόνος είναι που σε έσωσε. Οι άνθρωποι φεύγουν για την στιγμή που δεν πρόσεξες, αλλά σε εκείνους άλλαξε ολόκληρη η ζωή. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα γεγονότα μαζεύτηκαν και το μαχαίρι δεν χώραγε στην τεράστια καρδιά τους. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα χάπια απλά τους κοίμισαν και ποτέ δεν τους έκαναν το κακό που συνέχεια ψάχνουν. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί δεν υπάρχουν τραγούδια που άγγιξαν την ψυχή τους και είναι τραγωδία να μην υπάρχει οικεία μελωδία κάπου, σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί προσπάθησαν, αλλά εσύ δεν ήσουν εκεί να τους δεις, οπότε βαρέθηκαν. Οι άνθρωποι φεύγουν για να τους κυνηγήσεις και συνεχίζουν το παιχνίδι μέχρι να κουραστείς, για να συνειδητοποιήσεις πως δεν ήθελαν να πας από πίσω τους, αλλά να τρέξεις προς την άλλη κατεύθυνση. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί έχουν τα μέσα, τους λόγους, τις ιστορίες, τα όνειρα και τις ευχές. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί αν δεν φύγουν δεν θα νιώσουν ποτέ άνθρωποι. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί τα φανάρια έχουν τρία χρώματα και ένα από αυτά τους το επιτρέπει. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί για καιρό απλά έμεναν και εσύ δεν καταλάβαινες τα απαλά χτυπήματα στη πόρτα. Οι άνθρωποι φεύγουν γιατί στο κάτω-κάτω δεν υποσχέθηκαν ποτέ το αντίθετο.
Η ώρα σε λίγο θα πάει πέντε, έξι, εφτά. Θα περάσει η ώρα, γιατί η ώρα πάντα περνάει. Θα περάσουν και οι μέρες, γιατί η μέρες φεύγουν όλες μαζί και όχι μία-μία. Μετά θα αλλάξει η ρουτίνα, θα αλλάξει ο καιρός, θα αλλάξουν οι τρόποι σκέψεις, οι ανασφάλειες. Μερικά πράγματα που σε σκοτώνουν θα μείνουν ίδια. Θα αρχίσει πάλι το μέτρημα μερών. Θα γνωρίζεις την ακριβή ημερομηνία της ημέρας γιατί η επόμενη εβδομάδα είναι σημαντική, ή καθόλου. Θα υπάρχουν βροχές, λίγος ήλιος, η έκπληξη πως πάλι πέρασε ο καιρός. Δεν θα νιώσεις τίποτα, δεν θα το προσπαθήσεις καν. Ίσως ο χρόνος περάσει γρηγορότερα, ίσως αρχίσει να κυλάει τόσο αργά, που στο τέλος πέρασε αμέσως. Θα προσπαθήσεις να αποφύγεις μερικά πράγματα, αυτά με τη σειρά τους θα έρθουν κατευθείαν επάνω τους σαν να τα ζήτησες. Αν είσαι τυχερός κάτι θα λάμψει, αλλά συνήθως δεν γίνεται αυτό. Θα αρχίσουν πάλι τα μαχαίρια στο στομάχι, καρδιά, ψυχή, ύπαρξη (δεν σταμάτησαν ποτέ). Θα κουλουριαστείς, γιατί κι αυτό ρουτίνα είναι. Θα απλωθείς γιατί πρέπει να γίνεις ελαστικός και θα ξαναρχίσεις τις μαχαιριές στο στομάχι, καρδιά, ψυχή, ύπαρξη. Δεν θα σου φωνάξει κανένας να σταματήσεις. Δεν θα περιμένεις ποτέ κανέναν να στο φωνάξει. Θα μαλώσεις με τον εαυτό σου και ένας από τους δύο θα νικήσει, αλλά και ο σωστός, πάλι λάθος θα είναι. Θα ουρλιάξεις, θα βγάλεις τον σκασμό, θα φωνάξεις, θα σταματήσεις, θα μιλήσεις, θα σου κλείσουν εκείνοι το στόμα πάνω στη στιγμή που βρήκες ακριβώς πως να περιγράψεις τον πόνο. Θα σταματήσεις να ενδιαφέρεσαι, θα αρχίσει πάλι ο ίδιος κύκλος. Θα σου προτείνουν να αρχίσεις να ανοίγεσαι γιατί τόσο κλειστός χαρακτήρας ποτέ δεν οδήγησε κανέναν σε καλό. Δεν θα τους πεις πως στον γκρεμό σκοπεύεις να καταλήξεις, εκείνοι θα νομίσουν πως πήρες τη συμβουλή τους και θα τη χρησιμοποιήσεις (επειδή πάντα είναι τόσο εύκολο). Θα σε ξεχάσουν, θα κάνεις πως τους ξεχνάς, αλλά θα τους θυμάσαι πάντα. Θα κάνουν εκείνοι πως σε θυμούνται, θα τους δεχτείς, μετά πάλι θα σε ξεχάσουν. Αν βαρέθηκες, δεν πειράζει, θα συνηθίσεις.

1960


Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά ξεκίνησαν.
Ένα κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες, προσπαθεί να δει από το παράθυρο της τι γίνεται στον πάντα έρημο δρόμο της γειτονιάς. Δεν μπορεί, το παράθυρο αποφάσισε να βρεθεί αλλόκοτα ψηλά απόψε. Ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι γάτες άρχισαν καβγά για το τελευταίο κομμάτι χαλασμένης κονσέρβας, αλλά τα λεπτά περνάνε και οι φωνές είναι περισσότερο ανθρώπινες, με περισσότερο αίμα και λαχτάρα στην χροιά τους. Κατεβαίνει από το κρεβάτι της, ξεχνάει να φορέσει παντόφλες ή παπούτσια και ελίσσεται ανάμεσα στα πιεσμένα σώματα της οικογένειάς της για να βρεθεί στην εξώπορτα, την οποία ανοίγει χωρίς θόρυβο. Τα πόδια της δουλεύουν γρήγορα και έχει κατέβει τις σάπιες σκάλες της πολυκατοικίας γρήγορα, φέρνοντας τον εαυτό της έξω, ακριβώς κάτω από τα παράθυρό της, εκεί που άκουσε τον τρόμο.
Ο δρόμος και το πεζοδρόμιο είναι λουσμένα στη βροχή του απογεύματος. Οι μισοσπασμένες λάμπες που φωτίζουν εδώ κι εκεί το στενάκι, κάνουν το κλίμα περισσότερο επικίνδυνο παρά ασφαλές και οι σκιές λιγοστεύουν, το κορίτσι δεν βρίσκει χώρο να κρυφτεί, μόνο παραμένει στη μέση του μικρού δρόμου, τα μάτια της να ψάχνουν κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Κάτι κουνιέται, ίσως ο άνεμος, ίσως η περιέργεια η ίδια, και μπροστά της εμφανίζεται ένας άντρας με την καμπαρντίνα του να φλερτάρει το μαύρο του ουρανού, το καπέλο του να καλύπτει τα περισσότερα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα χέρια του κλεισμένα σε τσέπες, αιχμαλωτισμένα στη ζέστη. Στέκεται δίπλα στο κορίτσι, δεν την κοιτάει, απλά παρατηρεί μαζί της τον δρόμο και όταν κανείς από τους δύο δεν μιλάει, οι σκιές αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά, οι λάμπες να φέγγουν σωστά τους δρόμους, και η πνοή του ανέμου να παίρνει πάλι την βραδινή της τροπή.
«Άκουσα κάτι», λέει το κορίτσι και προσπαθεί να βρει στοιχεία για τα λόγια της. «Κάποιος – κάποιοι – ούρλιαξαν, αλλά κανείς δεν είναι εδώ», προβληματίζεται γιατί νευριάζει όταν η μητέρα της δεν την πιστεύει και επιμένει πως είδε εφιάλτη, λέγοντας πως τα τέρατα δεν ήρθαν όντως δίπλα της. Ποιος έχει δικαίωμα να της πάρει τα τέρατα από κοντά της; Γιατί οι μεγάλοι θέλουν να μένουν πάντα μόνοι;
«Αν ήταν εδώ», μιλάει ο άντρας και η φωνή του δεν έχει χρώμα, ούτε σκιές, ούτε πνοές του ανέμου, ούτε λίγη ζεστασιά από την καμπαρντίνα του, «τι θα έκανες;», ρωτάει.
«Θα τους βοηθούσα», απαντάει το κορίτσι αμέσως και με σιγουριά. Τρίβει τα χέρια της μπροστά στο στόμα της και η ελάχιστα καυτή ανάσα της ζεσταίνει μερικά παγωμένα δάχτυλα.
«Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», απαντάει ο άντρας. «Είσαι μικρή. Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», επαναλαμβάνει.
Η φωνή του αρχίζει να χάνει μέχρι και την αορατότητά της και σε λίγο (το κορίτσι φοβάται) πως δεν θα υπάρχει τίποτα, πέρα από λέξεις, άνιωθες λέξεις, αντί για μια μοναδική φωνή που ίσως κάνει κάποιον, κάποια, κάτι να φτερουγίζει από χαρά στο άκουσμά της ή μόνο στη θύμησή της. Ακριβώς όπως έχει δει πολλούς μεγάλους να (μην) έχουν. Το κορίτσι για πρώτη φορά σηκώνει το κεφάλι της και ακόμα προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αποτυγχάνει. «Εσύ είσαι μεγάλος», του λέει με σιγουριά. Το κορίτσι ξέρει να ξεχωρίζει τους μεγάλους. «Εσύ είσαι μεγάλος», ξαναλέει. «Δεν είσαι μικρός».
Ο άντρας δεν κουνιέται, δεν γυρίζει προς το μέρος της, αλλά συμφωνεί πως, «Ναι. Εγώ είμαι μεγάλος», γιατί τουλάχιστον σε σύγκριση με το κορίτσι, δεν είναι μικρός.
«Εσύ μπορείς να τους βοηθήσεις;», αναρωτιέται το κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες. «Είσαι μεγάλος, είμαι μικρή. Είμαι μικρή, δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Είσαι μεγάλος, μπορείς να τους βοηθήσεις;».
Οι σκιές κρατάνε την πνοή του ανέμου και περιμένουν την απάντηση. Τα φώτα του δρόμου καίνε δυνατά για να ακούσουν τα λόγια του άντρα. Ο δρόμος έχει αρχίσει να τρέμει με ανυπομονησία. Η περιέργεια σταμάτησε να κουνιέται.
Ο άντρας ψιθυρίζει στο κορίτσι πως δεν ξέρει και ύστερα προβαίνει στο να εξαφανιστεί μέσα σε μερικές σκιές που δεν τον προσκάλεσαν και άλλες που δεν ικανοποιήθηκαν με την απάντησή του. Το κορίτσι ανοιγοκλείνει τα μάτια της μερικές φορές και μένει μόνη στη μέση του δρόμου.
Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν, μέχρι να ξαναρχίσουν. 


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012


Τώρα που άλλαξα την μορφή του blog, τώρα που έβαλα και για περιγραφή κομμάτι ποιήματος της Κική Δημουλά, πρέπει να αρχίσει να παίρνει άλλη τροπή το πράγμα. Πρέπει να αρχίσω να γράφω κείμενα που θα δίνουν βάση σε βαθυστόχαστα προβλήματα της ανθρωπότητας, να λύνω το Κυπριακό κάθε δεύτερο Σάββατο και τις Πέμπτες να ανεβάζω κάποια ποιητική φωτογραφία που δείχνει τα πάντα και τίποτα. Στις διακοπές των Χριστουγέννων (που έχω αρχίσει ήδη να περιμένω) θα μιλάω για τα ευρήματα ειδικών επιστημόνων για το πόσο αληθινά ήταν τα θαύματα του Ιησού, το Πάσχα θα αναλύω τις τιμές των βοδινών και ίσως τις Απόκριες να ανεβάζω κάτι χαρούμενο (γιατί εγώ πρώτα τρώω το αρνάκι, και κατόπιν ντύνομαι Captain Jack Sparrow, για όσους δεν το κατάλαβαν). Θα βάλω σκοπό της ζωής μου να μην περνάω πάνω από μισή ώρα στον υπολογιστή την εβδομάδα, κι αυτό για να ανεβάζω εδώ τις φιλοσοφίες μου. Οτιδήποτε που δείχνει κακή θέληση προς την ανθρωπότητα, θα διαγραφτεί (να πως χάνονται οι υπόλοιπες αναρτήσεις). Θα προοδεύσω ως blogger και θα πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία, να δέχομαι τον Jesus as my personal lord and savior. Θα γίνω καλύτερη κόρη, και θα αφήνω την μητέρα μου να ανεβάζει συνταγές για ντολμαδάκια και παπατοκεφτέδες, με γέμιση σόγιας. Θα αλλάξω προς το καλύτερο και στον αγιασμό δεν θα βρίσω α) τον παπά που άργησε, β) εγώ που ήρθα νωρίς. Οποιαδήποτε κοπέλα με μακιγιάζ πόρνης θα περνάει απαρατήρητη από μπροστά μου κι εγώ θα κάνω μόνο θετικά σχόλια για την καλοσύνη της να μην έρθει να μου μιλήσει. Ακόμα όμως κι αν μου μιλήσει, εγώ, ως πλέον κοινωνικό άτομο, θα απευθυνθώ προς το άτομό της με την νέα ευγένεια που θα με διακατέχει και θα απαντήσω χωρίς βρισιές. Ο ήλιος δεν θα μου φταίξει σε τίποτα που καίει σαν ομοφυλόφιλος, γιατί οι σεξουαλικές επιλογές των άλλων δεν θα έπρεπε να με αφορούν, και μπορεί απλά να κάνει ό,τι θέλει. Οι καθηγητές μου θα είναι οι πρώτοι που θα χαιρετήσω ως ένδειξη πως φέτος θα διαβάσω, θα τους κάνω περήφανους και θα αφήσω τα γελοία γραπτά για άλλους, λιγότερο προοδεύσημους αλλά ακόμα πολυαγαπητούς συμμαθητές (έχει να κάνει με το ότι δέχτηκα τον Jesus as my personal lord and savior). Η σχολική εμπειρία θα είναι πρώτη στη λίστα μου με τις Καλύτερες Εμπειρίες ( http://youtu.be/ltjT25GyXTM ) και δεν θα έχω οποιαδήποτε διάθεση για τις καλοκαιρινές διακοπές, αφού αυτές ποτέ δεν μου προσφέρουν τροφή μάθησης. Πάνω απ’ όλα, θα κάνω όλους εσάς περήφανους και μετά από λίγα χρόνια θα καταλήξω στον Λευκό Οίκο, να παίζω άρπα για τον Ομπάμα, γιατί ως γνωστών, «Παίξε άρπα στον αράπη, να σου πει συγχαρητήρια».









*το κείμενο δεν γράφτηκε όσο ήμουν μεθυσμένη.
**δεν θα αλλάξω φόντο ή γραμματοσειρά για να φαίνεται καλύτερα το οτιδήποτε.
***με ένα scroll, εμφανίζονται όλα καθαρά.
****είμαι κακιά στους αστερίσκους.
*****Im raping them.
******όχι ότι είναι σωστό να κάνω τέτοια σχόλια για το θέμα του βιασμού.
*******but as you can see, I am raping them.