Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012


Είναι αστείο όταν αλλάζεις τις βασικές σου σκέψεις για κάτι. Μέχρι πριν λίγο πίστευες πως τα προβλήματά σου, ακόμα και αν δεν ήταν αρκετά σημαντικά για τον κόσμο, είχαν σημασία για εσένα, γιατί σε καταστρέφουν, σε κάνουν να σαπίζεις μέρα με την μέρα, σε διαλύουν. Και μετά, βλέπεις πως η ζωή σου είναι καλύτερη σε σχέση κάποιου άλλου. Και δεν είναι οι Παιδιά Της Αφρικής – Υπόλοιπος, Περισσότερο Τυχερός Κόσμος συγκρίσεις, αλλά όταν βλέπεις πως άνθρωπος που νόμιζες ότι ξέρεις, δίπλα σου, έχει περάσει πολύ χειρότερα. Και αντί να νιώσεις καλύτερα, αντί να σκεφτείς πως ίσως πρέπει να σταματήσεις να φέρεσαι σαν κακομαθημένο… πεισμώνεις. Αρχίζεις και βλέπεις την ζωή σαν έναν διαφορετικό αγώνα και πλέον κάνεις τα πάντα για να καταστρέψεις περισσότερο την ζωή σου, να την κάνεις χειρότερη από εκείνων, γιατί το αξίζεις. Γιατί αξίζεις, έστω και σε κάτι τέτοιο, να έχεις τα περισσότερα ερείπια από αυτούς, γιατί μέσα στο μυαλό σου, αφού δεν κατάφερες το τέλειο, θα φτάσεις το χειρότερο. Χειρότερο από εκείνον, εκείνη, εκείνους – όλους. Και αυτό θα καταλήξει να σε φθείρει, σωματικά ή ψυχικά, και στο τέλος, ανάμεσα σε όσα κατάφερες να προκαλέσεις στον εαυτό σου, θα χαρείς. Θα χαμογελάσεις γιατί μπορεί όλοι τους να άρχισαν με χειρότερες ζωές, αλλά θα καταλήξεις με την πιο μίζερη. Ζήλια, κακές σκέψεις, ζήλια, νεύρα, ζήλια… Κατοικείς πλέον σε μια φυλακή που δημιούργησες με το ίδιο σου το μυαλό και θα καταλήξεις να τρως τα ίδια σου τα σωθικά, γιατί οι γύρω σου κρατάνε το κλειδί και τώρα που κατάφερες να μπεις μέσα, δεν μπορείς να βγεις. Δεν θα βγεις. Ακόμα και αν σου άνοιγαν την πόρτα και καταργούσαν οποιοδήποτε κλειδί, θα παρέμενες στη θέση σου. Κάτω από τις ψεύτικες άδειες να φύγεις, προτιμάς να αργοπεθαίνεις για χάρη τους.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012


(english mode: ON)

YOU KNOW, SUMMER IS NEAR. I don’t care it’s still March.
Okay, late February. Same difference.
With the global warming and all, sun will be up and kicking in no time. And then school will be out and I’ll have the whole time in the world to do things I don’t get to do in school nights. Beach? Check. Endless strolls by the shore? Check. Sleepless nights and camping all-week-long? Please, check all the way up. But, you know, I think I’ll start from the easy stuff. Like… my sleeping schedule. Oh yeah, it’s super messed up. Sleeping from 4am to 4pm sounds about right. Then, if nothing interesting comes up, sleeping at 4pm… Until the sun comes down. But I swear, beaches and walking and camping and whatsoever is still on my priority list. Yeah. I’m not lazy. I just need to make up for all the quality time I’ve been losing in winter.
Exams will soon be up. By soon I mean not until May, but since I’m already in the summer mood, everything’s closer than expected. Exams are the beast. In the wrong way. Studying all day long in your room, is still better than going to class, though. Plus, exams season means that schools will be out soon enough, meaning my mood will be a lot better than it is now. Seriously, I turn into a Happy Bear. My mum will be like, “Oh, I see you’re in a good mood! Anything good happened?” and I go all, “Oh yeah, gotta study twenty five chapters of Greek history! FUCKING AWESOME”, and the moment I’m done with how the Greeks beat someone’s ass (we tend to do that, no?), I start reciting the first chapter all over again.
Mum: “Want any milk?”
Me: “I think the Roman people would appreciate some extra crispy biscuits with-“
Mum: “You want it?”
Me: “Yeah.”
But, besides the good stuff (AKA saying you have studied for your math exam, when in reality you’ll fail anyway), I like how everything’s in a light mood. Even the weird people on TV will start covering subjects like the summer heat and the way people start gathering on the beach.
About three months left. Oh time, please hurry up. 



Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012


ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΟΥΜΠΗΣΕ ΤΟ δικό μου, μου λέει και δεν κοιτάει πραγματικά εμένα αλλά παίζει πάλι τις σκηνές στο μυαλό της. Τίποτα ιδιαίτερο, συνεχίζει. Ένα μόνο άγγιγμα…
Χαμογελάω κουρασμένα και συνοφρυώνομαι. Τίποτα ιδιαίτερο και το αναφέρεις συνέχεια; την ρωτάω γιατί οι εκφράσεις που έχει πάρει το πρόσωπό της την τελευταία ώρα δίχνουν το ακριβώς αντίθετο από τα λόγια της. Θέλω να δω τι θα κάνεις σε κάτι ‘περισσότερο ιδιαίτερο’.
Αλλάζει λίγο την θέση της πάνω στην καρέκλα και με κοιτάζει. Μόλις τώρα πρόσεξε πως είμαι ακόμα εκεί και δεν έχω φύγει. Έι, μην με κοροιδεύεις, αρπάζει την κούπα γεμάτη με καυτό καφέ από το τραπεζάκι μπροστά της. Τσαλακώνει το σεμεδάκι της μάνας μου αλλά το αφήνω να περάσει.
Εντάξει, συνέχισε, αναστενάζω. Είχες μείνει στο τίποτα ιδιαίτερο.
Όχι, είχα μείνει στο ένα μόνο άγγιγμα, με διορθώνει. Ίσως το είδα περισσότερο σημαντικό από ότι έπρεπε, γιατί ένιωθα πως θα πήδαγα από το μπαλκόνι. Σοβαρά, δεν κάνω πλάκα. Ήμουν έτοιμη να το κάνω. Είναι αστείο, γελάει μόνη της, γιατί ποτέ δεν συμπάθησα το καταραμένο μπαλκόνι. Πάντα μου φαινόταν πολύ μικρό ή πολύ ασήμαντο ή πολύ κρύο τον χειμώνα. Εκείνη την στιγμή μου φάνηκε το καταπληκτικότερο μέρος του σπιτιού, ή και της πόλης ολόκληρης,  για να τελειώσω τα πάντα. Πίνει μια-δυο γουλιές από τον καφέ και καίγεται. Όσο όλοι οι υπόλοιποι ήταν μέσα και αγνοούσαν τα πάντα… Εκείνος ήρθε. Με σταμάτησε για λίγα λεπτά πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις μου.
Σηκώνω το χέρι μου στον αέρα. Να κάνω ερώτηση τώρα εγώ; την διακόπτω, πριν προλάβει να συνεχίσει. Το άλογο που χώρεσε;
Δεν καταλαβαίνει. Ποιο άλογο;
Εδώ και μήνες μου τα πρήζεις πως θες να δεις τον γαλάζιο πρίγκιπα πάνω στο άσπρο άλογο και τώρα που πέρασε από τα μέρη μας, θα αφήσει το άλογο από κάτω; Ρίχνω ένα αρνητικό νεύμα. Τς.
Πιάνει το μαξιλάρι του καναπέ. Συνέχισε το και θα σου έρθει στο κεφάλι.
Της χαμογελάω πλατιά, σε σημείο να φανούν και οι δύο σειρές δοντιών. Ακούω την συνέχεια.
Ωραία, σκάσε τώρα, μουρμουρίζει. Όπως έλεγα, ήρθε την στιγμή που θα πήδαγα. Ή που θα προσπαθούσα τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Δεν τον ήξερα, αν και βασικά παίζει να είναι από το λύκειο. Και για λίγες στιγμές, ήθελα να τον βρίσω που είχε βρει ώρα να έρθει στο μπαλκόνι. Με το κλιματιστικό στο σαλόνι, είχε περισσότερη δροσιά εκεί μέσα, παρά έξω. Τι στον διάολο, εκεί μέσα είχαν ένα ολόκληρο πάρτη και τώρα αυτός ήθελε να φύγει, όσο άναβαν τα αίματα;! Ας το έκανε αργότερα, στο κάτω-κάτω! φώναξε τα λόγια που ήθελε να έχει φωνάζει σε αυτόν. Ήπιε πάλι. Αλλά μου μίλησε, πριν τον ξαποστήλω. Ευτυχώς γι’ αυτόν, γιατί ήμουν και ορεξάτη για μπουνιές. Μου είπε ένα όχι, έτσι στο άκυρο,  και όπως ακουμπούσα τα κάγκελα, έπιασε το αριστερό μου χέρι με το δικό του. Όταν γύρισα να τον κοιτάξω, κοιτούσε μπροστά και κάτω από τον κακό φωτισμό, είδα πως είχε σκούρα μάτια.
Τον ρώτησες ποτέ τι σήμαινε το όχι; αναρωτιέμαι γεμάτη περιέργεια.
Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. Τς.
Εμ, είσαι και βούρλο. Του είπες τίποτα τουλάχιστον;
Όχι, μου λέει, αλλά έσφιξα το χέρι του και κόλλησα δίπλα του και μετά-
Εεεεεεεεε!, φωνάζω. Υποσχέθηκες να μην πεις λεπτομέρειες!
-και μετά χαμογέλασε και χαμογέλασα και τέλος, στριφογυρίζει τα μάτια της. Ούγγρε.
Ξεφυσάω. Καλό αυτό. Μετά έφυγες;
Βασικά μετά τον φώναξαν μέσα και ύστερα ακολούθησα κι εγώ, αλλά είχε φύγει από το πάρτη, σηκώνει τους ώμους της λες και δεν την είχε επηρεάσει όλο αυτό. Ε, κι έφυγα κι εγώ.
Μμμ, μυρίζω την δική μου κούπα με κακάο. Μια τελευταία ερώτηση, γιατί πρέπει να κάνω τα πιάτα.
Πες, δείχνει προθυμία.
Γιατί ήθελες να αυτοκτονήσεις;, ρωτάω. Καλά, όχι ότι είσαι και ο πιο χαρούμενος άνθρωπος του κόσμου, αλλά δεν θα σε είχα ποτέ να το κάνεις. Νομίζω πρώτα θα έβρισκες όλους τους άλλους τρόπους να ξεφύγεις, παρά να το κάνεις. Αλήθεια. Και δεν είναι πως σε θεωρώ κότα για να το κάνεις – το αντίθετο μάλιστα. Αλλά πώς να στο εξηγήσω; Δεν θα το έκανες.
Μου ρίχνει ένα βλέμμα κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες και τα μεγάλα μάτια της. Δεν είχα σκοπό να αυτοκτονήσω, απαντάει απλά.
Τότε τι σκοπό είχες με το να πηδήξεις από το μπαλκόνι; Είμαι μπερδεμένη.
Τα χείλη της κάνουν μία ελάχιστη καμπύλη. Να πετάξω, φυσικά.


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012



Λόγια βαριά, χάδια θεριά
και μια φωνή θλιμμένη, χλομή
Κομμάτια γυαλί
νερό χρυσάφι και μια ψυχή, λιωμένο κερί
Κερί που μερόνυχτα μένει αναμμένο
δε ξέρω τι ψάχνω και τι περιμένω...

Εντάξει, ο Μαπαλάφας (inside joke right there) είναι όλα τα λεφτά. Θυμίζει καλοκαίρι.
ΤΟΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΑΡΓΟΣ! 
(Άντε Ναύπλιο, να κάνουμε και μια υποχώρηση..)

Η ΑΚΡΙΒΗ ΦΤΑΙΕΙ!
Ένα, εμ, 'βιβλίο', που παλεύω κάμποσο καιρό. Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να διαβάσει τον πρόλογο παρακάτω.



(εξώφυλλο, και καλά)















Σε όσα δεν κατάφερα να ολοκληρώσω.
(Και είναι πολλά)





        πρόλογος


Όταν άκουσα τα παράθυρα του δωματίου να δονούνται, και όταν το ρολόι στο κομοδίνο σταμάτησε για εφτά δεύτερα στα οποία δεν έπρεπε να περιμένω για να εξακριβώσω, ήξερα πως με είχαν προλάβει. Δεν είχα καταλήξει να είμαι πιο γρήγορη από εκείνους και για μία στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να γελάει που είχα τολμήσει έστω να σκεφτώ πως θα κατάφερνα κάτι τέτοιο. Αλλά κανείς δεν είχε σπάσει την πόρτα ακόμα και τα παράθυρα ήταν ακόμα στην θέση τους και το ρολόι δούλευε κανονικά εδώ και μισό λεπτό, κάτι που σήμαινε πως είτε είχαν αργήσει επίτηδες, ή ξεχάσει το τελετουργικό της σύλληψης, με το δεύτερο να μην έχει συμβεί κανέναν αιώνα πριν.
Περίμεναν να βγω έξω. Εγώ. Μόνη μου, χωρίς να το πιέσουν. Περίμεναν να έχω σκεφτεί πάλι όσα συνέβησαν και με το λιγοστό μυαλό που μου είχε μείνει, να τους κάνω αυτή την χάρη και να παραδοθώ, ακόμα και τώρα, την τελευταία ευκαιρία που είχα για να αρχίσω το γλείψιμο. Ή έτσι υπέθεταν πως θα έκανα, ότι με τόσες απειλές και απώλειες, με τόσες κρυψώνες και μέρη που είχαν ματώσει εξαιτίας μου, και τώρα που είχα επιστρέψει στον κύριο τόπο που θα έπρεπε να έχω μείνει χιλιόμετρα μακριά, επιτέλους το είχα πάρει απόφαση – θα τους άφηνα να με έχουν, θα τους ανήκα ολοκληρωτικά. Αν δεν με σκότωναν, θα με μετέτρεπαν σε ακόμα ένα στρατιωτάκι για να κάνει δουλειές πανεύκολες χάρη στις εξωπραγματικές δυνάμεις τους, αλλά αδύνατες λόγω ενός και μόνο νόμου που κανείς τους δεν μπορούσε να παραβιάσει. Δεν ξέρω που με έβαζε αυτό, σε καλή ή κακή θέση. Από εδώ που καθόμουν, όλες οι εκδοχές φάνταζαν χάλια. Και ήταν.
Σε αυτό το σημείο, αποφάσισα να δράσω γρήγορα, κάτι που είχα να κάνω περίπου μία εβδομάδα. Έφταιγε το κλίμα μάλλον και οι γνωστοί γείτονες που άρχισαν να με χαιρετάνε και καλώς ορίζουν σπίτι από την πρώτη κιόλας ημέρα. Ήταν τα πρόσωπα που κάποτε έβλεπα συνέχεια, καθημερινά, και τον τελευταίο χρόνο είχαν περάσει σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να το έχω επιδιώξει. Ήταν η μυρωδιά του παλιού σαλονιού που σπάνια καθάριζα και η εικόνα των μεσημεριανών ακτινών του ήλιου που φιλτράρονταν από τις βαριές κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας. Ήταν το νιαούρισμα μία μαύρης αρσενικής γάτας, του Άλαστερ, που είχε καταφέρει να επιβιώσει μόνος του, που είχε μείνει να με περιμένει μετά από δώδεκα σχεδόν μήνες στο ίδιο μέρος που τον είδα τελευταία φορά να μου φωνάζει, χωρίς την φροντίδα μου ή οποιαδήποτε υπόσχεση πως θα επέστρεφα. Ήταν ο εχέμυθος συμβιβασμός πως έπρεπε να σταματήσω να τρέχω και το σπίτι μου, η γειτονιά μου, η πόλη μου ήταν η τελευταία στάση που έπρεπε να κάνω.
Ίσως γι’ αυτό δεν είχα δει κάποιο σημάδι τους μέχρι το σημερινό βράδυ. Ίσως μου έδιναν την ψεύτικη ελευθερία, την τελευταία χάρη πριν μου πάρουν ό,τι είχε απομείνει στην ζωή μου, πως μπορούσαν όλα να γίνουν όπως πριν. Και ίσως εγώ τα είχα καταλάβει όλα αυτά εξαρχής και γι’ αυτό δεν προσπαθούσα πλέον να κρυφτώ. Μέχρι και ο φούρναρης στην γωνία της ενδέκατης και εικοστής όγδοης οδού Βαβέλα ήξερε πως γύρισα. Το πόσο θα έμενα ήταν η μοναδική ερώτηση που πλέον οι γνωστοί είχαν.
Την στιγμή που πετάχτηκα από το κρεβάτι και άφησα τα σεντόνια να ακουμπήσουν απαλά το ξύλινο πάτωμα, η πρώτη μου σκέψη ήταν να αρπάξω τον μαύρο σκονισμένο σάκο και να αρχίσω να βάζω τα μοναδικά ρούχα που είχα, μέσα. Αηδίασα με τον εαυτό μου γιατί ύστερα από εφτά ημέρες φυσιολογικής βαρετής ζωής και ρουτίνας, πίστευα πως θα είναι αρκετές για να αποτοξινωθώ επιτέλους ολοκληρωτικά από τη μυρωδιά του κυνηγημένου θύματος που ήξερε αμέσως τι έπρεπε να κάνει σε καταστάσεις άμεσης φυγής. Γι’ αυτό σταμάτησα τον εαυτό μου από το να ολοκληρώσει αυτή τη κίνηση. Κινήθηκα γρήγορα για να φορέσω την πρώτη μπλούζα που βρήκα ακουμπισμένη πάνω στην καρέκλα του αχρησιμοποίητου γραφείου μου και πέρασα μέχρι την μέση μου το τζιν, σκουντουφλώντας όσο προσπαθούσα να δέσω σωστά τις μπότες μου. Ήθελα να γελάσω, γιατί αν αυτό έπαιρνε μέρος σε δύο ώρες από τώρα, με τον ήλιο να είναι έτοιμος να επιτρέψει στην ημέρα να ξεκινήσει, και αν είχα ακόμα την παλιά δουλειά μου, θα έμοιαζε με σκηνή ταινίας, όπου η κεντρική χαρακτήρας άργησε τραγικά να πάει σε κάποια σημαντική συνάντηση. Τώρα όμως, με το αγουροξυπνημένο βλέμμα του Άλαστερ να με παρακολουθεί από την άκρη του κρεβατιού, και το συναίσθημα πως επιτέλους όλα θα τέλειωναν, η κατάσταση ήταν διαφορετική.
Μπορεί όντως να σκεφτόμουν την επιλογή να σταματήσω το παιχνίδι και να τους αφήσω να με κάνουν ότι θέλουν. Τα ένστικτά που είχα αναπτύξει τους τελευταίους μήνες όμως, και ο κόμπος στο στομάχι που με έβριζε για την επιλογή μου να σταματήσω να κρύβομαι και να επιστρέψω εδώ, με παρακίνησε στο να ξεχάσω τελείως τις απόψεις που είχα αλλάξει πρόσφατα. Δεν ήμουν ιδιοκτησία τους και δεν θα γινόμουν πιόνι στη σκακιέρα που είχαν.
Έριξα κατάρες κάτω από την αναπνοή μου γιατί δεν μπορούσα να βρω έγκαιρα την θήκη του όπλου μου, και ακόμα όταν την βρήκα μέσα σε ένα αραχνιασμένο συρτάρι που δεν είχα μπει στον κόπο να καθαρίσω, είχα χάσει τον γεμιστήρα και τα επιπλέον πυρομαχικά που θα χρειαζόμουν. Γαμώτο, ήμουν ακατάστατη ∙ πάντα ήμουν. Αν επιζούσα από το αποψινό βράδυ, και αν μου είχε απομείνει μέρος να μείνω, θα έβαζα στόχο της ζωής μου να αρχίσω να τακτοποιώ περισσότερο λογικά πράγματα που ήταν πλέον αναγκαία στην ύπαρξή μου. Θα τον καρφίτσωνα δίπλα στο νούμερο ένα της λίστας: απόφυγε τους, συνώνυμο του ζήσε.
Πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που θυμόμουν να είναι ακόμα παρκαρισμένο τρία τετράγωνα από εδώ πέρα, το μόνο ελεύθερο σημείο που είχα βρει τον ένα χρόνο πριν που το είχα παρκάρει, και κοίταξα το δωμάτιό μου. Τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο ρολόι και είδα πως είχα κάνει δύο ολόκληρα λεπτά για να ετοιμαστώ. Χωρίς να θέλω να χαλάσω παραπάνω καιρό, μπουσούλισα μπροστά από το κλειστό παράθυρό μου και πέρασα στην άλλη άκρη από εκεί που βρισκόμουν, στην πόρτα που οδηγούσε αμέσως στο σαλόνι. Με το δεξί χέρι μου να έχει ιδρώσει κρατώντας σφικτά το όπλο, και στο μικρό δαχτυλάκι να έχει περασμένο τα κλειδιά σπιτιού-αυτοκινήτου, έριξα μια ματιά πίσω.
Ο Άλαστερ δεν είχε ενοχληθεί καθόλου και μη έχοντας αλλάξει θέση, συνέχισε να με κοιτάει από την βολική θέση του. «Έι, ψιτ», μουρμούρισα μέσα στο σκοτάδι, έχοντας τα γυαλιστερά μπλε μάτια του για σημαδούρα στο που βρισκόταν. «Έλα, αγόρι μου, πάμε», τον παρακίνησα. Δεν ήθελα να τον αφήσω πάλι πίσω, γιατί αυτή τη φορά ήξερα πως δεν θα τον έβλεπα ποτέ ξανά. Όμως εκείνος φαινόταν να είναι ατάραχος και αν λένε πως οι γάτες έχουν υψηλά ένστικτα, η δικιά μου τα είχε ξεχάσει.
«Δεν κάνω πλάκα», είπα πιο έντονα και τον πλησίασα με γρήγορα βήματα, προσέχοντας να μην φανώ από το παράθυρο, ακριβώς μπροστά από το κρεβάτι μου. Άπλωσα τα χέρια μου για να τον σηκώσω. «Δεν μένεις πίσω, τελείωνε», είπα νευριασμένα, αγανακτισμένη που δεν μπορούσε να δει την σοβαρότητα της κατάστασης. Τα δάχτυλα μου δεν πρόλαβαν να ακουμπήσουν το απαλό του τρίχωμα και τα νύχια του είχαν ήδη προφτάσει να μου κάνουν μία βαθιά πληγή στο αριστερό χέρι, η οποία άρχιζε από την παλάμη μου, περνούσε πλάγια στον καρπό μου και ερχόταν να τελειώσει ως ένα ημικύκλιο στην μέση της ανάποδης του χεριού μου. Μου έδειξε τα δόντια του επιθετικά και έβγαλε ένα μακρόσυρτο εχθρικό ήχο. Τα μάτια μου πετάρισαν αποσβολωμένα ανάμεσα στο αίμα της γρατζουνιάς και εκείνον.
«Ποιο είναι το πρόβλημα μαζί σου τέλος πάντων;», μουρμούρισα συνοφρυωμένη και πιάνοντας μια τελευταία ματιά του ρολογιού, αναστέναξα. «Ωραία, κάνε ό,τι θες», τα παράτησα και τρέχοντας μέσα στο επίσης σκοτεινό σαλόνι και κουζίνα, αποφεύγοντας με επιτυχία μερικά έπιπλα την τελευταία στιγμή, ακούμπησα προστατευτικά στην εξώπορτα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και το στέρνο μου φούσκωσε. Προσπάθησα να υπολογίσω πόσο θα τους έπαιρνε για να αρχίσουν να με ακολουθούν, αλλά το κεφάλι μου ήταν ήδη πολύ θολωμένο από το απότομο ξύπνημα, και το χέρι μου έτσουζε άγρια.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω κάποιο τρένο σκέψης, και βγήκα έξω χωρίς να το σκεφτώ. Αν δεν το έκανα τώρα, όσο ήμουν μουδιασμένη, δεν θα το έκανα ποτέ. Βγήκα από τον λήθαργο όταν άκουσα την βαριά πόρτα να κλείνει πίσω μου, σχεδόν γελόντας.
Το πρώτο που είδα ήταν τα σχεδόν ανύπαρκτα φώτα που στόλιζαν ανά δέκα μέτρα ολόκληρο τον δρόμο, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Η αυλή του σπιτιού μου, καθαρή και χωρίς δέντρα ή θάμνους σε αντίθεση με τα περισσότερα γειτονικά σπίτια, δεν εξυπηρετούσε ως πιθανή κρυψώνα. Το ίδιο μου το σπίτι μού έδινε το ελεύθερο να προχωρήσω. Αν και δεν φαινόντουσαν πουθενά, ήταν εδώ. Το ένιωθα. Κάπου που δεν μπορούσε η αντίληψή μου να τους καταλάβει ακόμα, αλλά αρκετά κοντά για να μου επιτεθούν.
Δεν το είχαν κάνει μέχρι στιγμής.
Το χέρι μου χωρίς να το θέλω, άρχισε να τρέμει, όχι επειδή αυτή τη στιγμή πονούσα, αλλά επειδή η κίνηση του να βάλω τα κλειδιά στην τσέπη του παντελονιού μου, άλλαξε την ατμόσφαιρα απότομα. Δεν υπήρχε αεράκι, όμως μερικά φύλα κουνήθηκαν. Δεν ακούστηκε δυνατός θόρυβος, όμως πουλιά άρχισαν να πετάνε στον ουρανό φοβισμένα. Δεν υπήρχε η οποιαδήποτε ηχορύπανση, όμως το τύμπανο του αυτιού μου ήταν έτοιμο να σπάσει. Βρισκόντουσαν σε ετοιμασία, και ήταν αρκετά τσιτωμένοι για να έχουν σημάνει προειδοποίηση κινδύνου μόνο και μόνο από μία απλή μου πράξη. Είτε με φοβόντουσαν αρκετά για να μην είναι σίγουροι πως θα καταλήξουμε απόψε, ή ήταν τόσο σίγουροι, που σχεδόν τους έσπαγε τα νεύρα να μην έχουν κάνει ακόμα κίνηση. Οι εντολές τους πρέπει να ήταν να περιμένουν μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Εδώ, στα ανοιχτά, είχα ακόμα 0,01 τοις εκατό την δυνατότητα να το σκάσω και ακόμα και αν το ποσοστό αυτό ήταν μηδαμινό, είχαν μάθει να μην υποτιμούν τίποτα.
Πήρα παραπάνω χρόνο από όσο έπρεπε για να φτάσω στο τέλος της σκάλας με μόνο τέσσερα σκαλιά, τα οποία κατέβηκα ένα-ένα. Το όπλο στο χέρι μου ήταν βαρύ και ο ιδρώτας από τον καυτό καιρό με έλουζε κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης. Η μπλούζα μου είχε ήδη μουσκέψει, η τσέπη του παντελονιού μου είχε γεμίσει με το αίμα της πληγής και οι βλεφαρίδες μου κολλούσαν η μία με την άλλη, δημιουργώντας έναν άσχημο συνδυασμό με την κούρασή που είχα. Η αδρεναλίνη κάποτε με κρατούσε στα πόδια μου, με έκανε να νιώθω δυνατότερη και σε μεγαλύτερη εγρήγορση από ότι ήμουν σε φυσιολογικά επίπεδα. Τώρα, σχεδόν συνηθισμένη, ένιωθα απλά έτοιμη να φωνάξω.
Διέσχισα την ήσυχη αυλή μου και προσποιήθηκα πως δεν ένιωσα τον ηλεκτρισμό γύρω μου. Τα μάτια μου ήταν προσηλωμένα μπροστά μου, στην τύχη καρφωμένα σε ένα από τα πολλά παράθυρα του απέναντι σπιτιού, όπου μία ηλικιωμένη γυναίκα και ο γιος της ζούσαν εδώ και πολλά χρόνια. Δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου τον σαραντάχρονο Μάξγουελ, όμως η κυρία Σαντέρ μου είχε προσφέρει πάνω από αρκετές φορές την δική της, ειδικά φτιαγμένη και πολύ νόστιμη λεμονάδα, τα ζεστά καλοκαίρια που περνούσαν όλοι οι κάτοικοι του Ροζεκρέστ Κρόσινγκ. Επίσης, ήταν από τις γιαγιάδες που μπορούσες να έχεις λογική συζήτησή μαζί τους, χωρίς να πετάνε άσχετες πληροφορίες, ή αλλάζοντας απότομα θέμα.
Αυτή τη φορά, το συγκεκριμένο καλοκαίρι είχα λείψει παραπάνω από έναν μήνα (χωρίς να μετράω ολόκληρο τον χειμώνα) και η άφιξή μου ήταν απότομη. Μιας και δεν συνήθιζε να βγαίνει τις ημέρες του Ιουλίου έξω, τώρα σκεφτόμουν σωστά πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα το σπίτι της, με τα πανέμορφα κόκκινα λουλούδια να σκαρφαλώνουν μέχρι και τον δεύτερο όροφο. Γενικά, δεν νομίζω να είχα την ευκαιρία να ξαναδώ οτιδήποτε γύρω μου, αν με έπιαναν.
Τα μάτια μου άρχισαν να βουρκώνουν και δεν είχα ξαφνικά γυρίσει στο συναισθηματικό, αλλά τα είχα αφήσει ανοιχτά για κάμποσο, τώρα πονώντας. Περίμενα μέχρι να ανοίξω την σιδερένια πόρτα, το μόνο που με χώριζε από το να βγω στον δρόμο και πιθανόν στην αρχή του κυνηγητού. Πετάρισα τα μάτια μου, εκείνα υγράνθηκαν, και αφού είχα πάλι το μυαλό μου εκεί που έπρεπε, την άνοιξα. Δεν έκανα βήμα στην αρχή, γιατί σχεδόν περίμενα να τους δω να εμφανίζονται. Αλλά δεν άλλαξε κάτι. Και ακόμα κι όταν βγήκα έξω από την αυλή και έκλεισα πίσω την πόρτα με ελάχιστο θόρυβο να πλαισιώνει το γεγονός, πάλι δεν έγινε κάτι. Μόνο η αναπνοή μου που είχε πιαστεί στο βάθος του λαιμού μου, έδειχνε πως κάτι άρχιζε πάλι να αλλάζει.
Περπάτησα φυσιολογικά προς τα δεξιά του πεζοδρομίου, σχεδόν αργά, χωρίς να δείχνω πως βιάζομαι. Ήταν κωμικό, ίσως και ηλίθιο να φέρομαι έτσι, γιατί ήξεραν πως τους είχα καταλάβει. Δεν συνήθιζα έτσι κι αλλιώς να βγάζω βόλτα τον εαυτό μου στις τέσσερις και μισή τα ξημερώματα. Παρόλα αυτά, όσο πιο αργά το πήγαινα, τόσο πιο αργά θα ακολουθούσαν κι εκείνοι. Ήμουν χιλιοστά από το να ξεχειλίσω το ποτήρι και δεν θα άδειαζα ακόμα την τελευταία σταγόνα.
Πίσω μου, ήμουν σίγουρη πως με ακολουθούσαν. Δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο, ούτε είχα πιάσει κατά λάθος κάποια σκιά τους. Εκείνη η έκτη αίσθηση πως ο δρόμος δεν διασχίζεται μόνο από εσένα, ότι είσαι στο χείλος του γκρεμού να ξεσπάσεις την Αποκάλυψη μόνο και μόνο από το πόσο σε θέλουν φυλακισμένη… Η βαρύτητα γύρω μου άλλαζε κάθε φορά που προχωρούσαν σε ένα παραπάνω βήμα, μία πιο γρήγορη προσπάθεια για να έρθουν κοντύτερα μου. Πόσο τους μισούσα που μου του έκαναν αυτό.
Είχα μόλις περάσει το πρώτο τετράγωνο και τα επόμενα δύο δεν θα τα κατάφερνα. Θα με είχαν στο χέρι τους αν δεν έτρεχα τώρα. Δεν ήμουν σίγουρη για το πόσο θα συμφωνούσαν σε αυτό οι μυς των ποδιών μου, γιατί φαινόντουσαν να προτιμούν το ήσυχο και χαλαρό βήμα που είχα υιοθετήσει.
Αλλά έτρεξα. Δεν ξέρω τι με ανάγκασε, ποιο μέρος του κεφαλιού μου έδωσε την εντολή. Το είχα κάνει. Αν σταματούσα τώρα, όλα θα τελείωναν και δεν θυμάμαι να έχω τρέξει άλλη φορά έτσι. Ακόμα και την πρώτη νύχτα που άρχισα να συνειδητοποιώ τι γίνεται, που ο φόβος με είχε κατακλίσει… δεν είχα τρέξει όπως τώρα. Μάλλον τα πόδια μου πονούσαν, μάλλον το κεφάλι μου κουδούνιζε και η καρδιά μου είχε ανεβάσει χτύπους και το δέρμα μου έτσουζε από την ιδέα πως κάποιος δικός του θα με άρπαζε από στιγμή σε στιγμή. Τα κτήρια, οι αυλές, τα σκυλιά που γάβγιζαν, το σκοτεινό ακόμα του ουρανού και οι αναμμένες λάμπες που περνούσαν γρήγορα δίπλα μου και τα άφηνα πίσω μου… όλα έδεναν. Όλα ένιωθαν σωστά –οι ελιγμοί, η σωστή ανάσα, οι ελιγμοί, το ταμπούρλο στο στήθος μου, οι ελιγμοί– και με μίσησα τα δευτερόλεπτα που μου πήρε να δω το αυτοκίνητό μου από μακριά, γιατί δεν ήθελα να νιώθει οικείο το σκηνικό, περισσότερο από ότι ένιωθα το κρεβάτι μου. Είχα συνηθίσει τόσο αυτή την καταστροφή και το χαμόγελο που υπήρχε στα χείλη μου δεν έφευγε παρά τις προσπάθειές μου. Ο καυτός αέρας συνέχιζε να με χτυπάει και προσπάθησα να βγάλω τα κλειδιά από την τσέπη μου, ξεχνώντας το χέρι μου, αλλά επίσης αγνοώντας τον πόνο. Κάπου ανάμεσα στις προσπάθειές μου να βγάλω τα μεταλλικά αντικείμενα από το στενό ύφασμα, έπεσαν στην άσφαλτο.
Τα πρώτα δεύτερα συνέχισα να τρέχω, μέχρι που συνειδητοποίησα τι έγινε.
Σταμάτησα απότομα. Τα μάτια μου συνέχισαν να κοιτάνε το σκούρο μπλε αμάξι στην άκρη του δρόμου, πολύ κοντά μου για να το φτάσω αν δεν βρισκόμουν ακριβώς στην μέση του δρόμου. Το αυτοκίνητό μου ήταν ακόμα εδώ. Η γρήγορη αναπνοή μου μού έκλεισε τον λαιμό.
Όχι.
Ήμουν τόσο κοντά. Σχεδόν τα είχα καταφέρει.
Το στήθος μου άρχισε να ανεβοκατεβαίνει με δύναμη.
Είναι τόσο κοντά. Θα σε πιάσουν.
Αν έπειθα- Έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου να γυρίσει τώρα πίσω, να τα αρπάξει και να μπει στην μόνη σωτηρία που μου είχε μείνει.
Έχασες.
Αν δεν το έκανα τώρα, τότε θα είχα χάσει.
Κουνήσου.
Είναι πίσω μου.
Κουνήσου. Είσαι νεκρή έτσι κι αλλιώς.
Γύρισα απότομα από την άλλη, έσκυψα την ίδια στιγμή και άρπαξα τα κλειδιά από κάτω, με οξύ υγρά να έχουν ανέβει τόσο πάνω στον οισοφάγο, που αν συνέχιζα να είμαι σχεδόν μισοδιπλωμένη πάνω από τον δρόμο, θα έκανα εμετό. Όταν όμως ίσιωσα το κορμί μου, ο εμετός, μαζί με την σκέψη της διαφυγής έφυγε αμέσως από το κεφάλι μου, γιατί σκάλωσα εκεί που ήμουν.
Ήταν πανέμορφοι, έπρεπε να τους το παραδεχτώ αυτό. Όλοι τους, γυναίκες και άντρες, ακόμα φορώντας τα πιο απλά ρούχα που θα μπορούσε ποτέ κανείς να αντικρίσει, ήταν τέλειοι. Δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο στα χαρακτηριστικά τους. Η δύναμη όμως που τους περικύκλιε, με είχε αναγκάσει πάνω από πολλές φορές να κάτσω και να τους θαυμάσω, παρά τον κίνδυνο. Η χάρη στα σώματά τους, το βλέμμα στα μάτια τους και η υπόσχεση πως Θα σε σκοτώσουμε, αλλά θα σου αρέσει, ήταν παραπάνω από ότι μπορούσα να χειριστώ αυτή τη στιγμή.
Είχαν γεμίσει όλο το μέρος και τώρα αναρωτιόμουν πως δεν τους είχα δει πριν. Ήταν περισσότεροι από ότι συνήθως και όλοι κρατούσαν ένα όπλο στο χέρι τους, ακριβώς όπως εγώ, μόνο που το δικό τους έμοιαζε περισσότερο με μία μικρή γυάλινη σκυτάλη και σε σχέση με το ανθρώπινό δικό μου, το υπερφυσικό δικό τους θα έκανε πολύ περισσότερη ζημιά. Το είχα δει να την κάνει.
Ένας από το πλήθος αγγέλων που είχε μαζευτεί μόνο για την σύλληψή μου, ξεχώρισε αμέσως, κάνοντας μερικά βήματα μπροστά από τους άλλους. Το μόνο διαφορετικό που μπορούσα να παρατηρήσω πάνω στον συγκεκριμένο, ήταν το μαύρο χοντρό παλτό που φορούσε μέσα στο κατακαλόκαιρο, την λιγότερο στρατιωτική στάση σε σύγκριση με τους άλλους, και το ευχάριστο γεγονός πως δεν κρατούσε τίποτα. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα, σε αποχρώσεις τις άμμου και τα μάτια του είχαν το πιο ανθρώπινο χρώμα που θα μπορούσα να έχω συναντήσει: καστανή ίριδα. Δεν χαμογελούσε.
«Νομίζω πως μιλάω εκ μέρους όλων όταν λέω πως ήρθε καιρός να σταματήσει το παιχνίδι του κρυφτού», μίλησε και περίμενα η φωνή του να είναι δυνατή, έτοιμη να μου ματώσει μάτια, μύτη και αυτιά, γιατί τέτοιο ανάστημα πρόσδιδε. Προς έκπληξή μου, ακούστηκε σαν ένας κανονικός άντρας της ηλικίας του.
Η λαβή μου έγινε ένα με εκείνη του όπλου. Κατάπια βαριά. Είχα ξαναμιλήσει με κάποιον από το είδους του, αλλά είχα να το κάνω καιρό. Το σάλιο μου δεν έφτανε να υγράνει το στόμα μου και να μου επιτρέψει να σχηματίσω μεγάλες προτάσεις. Οπότε δεν είπα τίποτα.
Τα μάτια του πετάρισαν στο χέρι μου και το ίδιο έκαναν όλοι οι υπόλοιποι από πίσω του, σαν να ήταν συνδεδεμένοι μαζί του. «Όπλο;», η χροιά της φωνής του φαινόταν στο τσακ να γελάσει. «Αλήθεια: όπλο;», επανέλαβε σχεδόν σαν να μην το πίστευε. Τον είδα να αλλάζει πόδι στο οποίο έριχνε το βάρος του και αφού μοιράστηκε ένα μικρό γελάκι με τους φίλους του, γύρισε πάλι προς εμένα, σοβαρεύοντας. «Γιατί δεν σε είχαμε πιάσει πιο νωρίς, θύμισε μου;».
Έσφιξα τα κλειδιά στην παλάμη μου και χάρηκα που ένιωθα ακόμα τον πόνο της πληγής. Με κρατούσε από τον αποσπαστώ τελείως από την ενέργειά τους. «Ήκχμουν σίγκχουρη-», σταμάτησα και έβηξα, καθαρίζοντας τον λαιμό μου. «Ήμουν σίγουρη», επανέλαβα, «πως δεν έρχεστε ποτέ οι ίδιοι για τις βρομοδουλειές σας». Έκανα μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσω τα μάτια μου πάνω στα δικά του.
«Νιώσε περήφανη», μου χαμογέλασε χωρίς να είναι χαρούμενος. Έδειχνε βαριεστημένος. «Είσαι πρώτη στην λίστα με τις βρομοδουλειές που κάνουμε οι ίδιοι. Και σύντομα δεν θα είσαι καν γραμμένη». Ξανακοίταξε το χέρι μου και έδειξε με το κεφάλι του το όπλο μου. «Δεν θα σε βοηθήσει σε πολλά».
Προσπάθησα να ανακαλέσω τις γνώσεις μου για τα καθίκια που έπρεπε να αντιμετωπίσω. «Όσο βρίσκεστε στην γη, μπορείτε να πάθετε κακό στην σάρκα όπως κάθε άλλος άνθρωπος», του υπενθύμισα, χρησιμοποιώντας ένα περισσότερο διδακτικό τόνο από ότι σκόπευα. «Θα σας πάρει περίπου εξίμιση λεπτά για να επιστρέψετε γιατρεμένοι, αλλά αυτό μου είναι αρκετό για να ξεχάσω άλλη μία νύχτα τις μούρες σας». Χαμογέλασα πλατιά και κούνησα το όπλο στον αέρα. «Μου φτάνει».
«Γνωρίζεις τον Νόμο», είπε το δεύτερο που σταμάτησα να μιλάω και σε εκείνο το σημείο, δεν ήξερα ότι οι άγγελοι είναι τόσο ομιλητικοί τύποι. Όσοι βρίσκονταν πίσω του πάντως, δεν είχαν πολλές προθέσεις να συνεχίσουν την κουβεντούλα για πολύ ώρα ακόμα. Μόνο εκείνος φαινόταν ελάχιστα έκπληκτος με το γεγονός πως ένας άνθρωπος μπορούσε να ξέρει πράγματα κανονικά άγνωστα στους περισσότερους.
Ο Νόμος με είχε κρατήσει ζωντανή τις περισσότερες φορές. Έχοντας κάνει εδώ και πολλές χιλιετίες Συνθήκες με τους ανθρώπους, οι άγγελοι πλέον απαγορεύονταν να βλάψουν οποιονδήποτε άνθρωπο, πέρα από μερικές εξαιρέσεις, που μάλλον ήμουν κι εγώ μέσα σε αυτές. Συνήθως στρατολογούσαν άτομα για να μπορέσουν να φέρουν εις πέρας οτιδήποτε τους ζητούσαν και αφού δέχονταν χάρες ή τιμές αξιοζήλευτες από πολλούς, ήταν φυσικό να έχουν συμφωνήσει εξ αρχής σε μια τέτοια επιχείρηση. Αν όμως κάτι πήγαινε πολύ στραβά, οι άγγελοι είχαν το ελεύθερο να επέμβουν με αυτές τις σκυτάλες που κρατούσαν τώρα. Ένα άγγιγμα σε καθαρή επιφάνεια που δεν καλύπτεται από ρούχο ή κάποιο παρόμοιο υλικό, και μπορούσες να μετατραπείς σε στάχτη.
Σήκωσα τους ώμους μου και κατάλαβα ότι είχα αρχίσει να ψιλοτρέμω. Οι σκυτάλες προορίζονταν για εμένα. Δεν τις είχαν φέρει για διακοσμητικά. Η αναπνοή μου δεν καλυτέρευσε. «Ναι;», δεν ακούστηκα σίγουρη.
«Ξέρεις λοιπόν πως οποιοσδήποτε άγγελος απαγορεύεται να κάνει κίνηση σε ανθρώπινο ων, λόγω της Συμφωνίας», επανέλαβε τις σκέψεις μου με μεγαλύτερη άνεση από ότι θα μπορούσα εγώ. Έδειξε τους στρατιώτες γύρω του. «Άρα, όσοι βρίσκονται εδώ, δεν μπορούν να σου κάνουν κακό άμεσα».
Αυτό δεν με έκανε να νιώσω ελάχιστα καλύτερα. Προφανώς θα παραβίαζαν τον νόμο γιατί με βάση την στάση που κρατούσαν τα όπλα, ή γενικά το γεγονός πως είχαν όπλα, η θέληση τους να με εξαλείψουν ήταν κυκλωμένη με φωτορυθμικά. «Γιατί είσαστε εδώ τότε;», ρώτησα ειρωνικά. Και ίσως βαθιά μέσα μου ήθελα να πιστεύω πως σήμερα θα έπαιρναν ρεπό, ή κάτι παρόμοιο.
«Οποιοσδήποτε μη άγγελος μπορεί να σε συλλάβει ή σκοτώσει», απάντησε, συνεχίζοντας τις σκέψεις του. «Εγώ, λοιπόν, δεν είμαι άγγελος, και εσύ…», σήκωσε το ένα του φρύδι. Με σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω και το ανάποδο. Δεν του έκανε εντύπωση τίποτα πάνω μου. «Και εσύ έχεις μόνο δύο σφαίρες», ήταν το μόνο που πρόσθεσε.
Γαμώτο.
Μέσα σε ένα πετάρισμα των βλεφάρων μου, τον έχασα από μπροστά μου. Οι άγγελοι φάνηκαν να είναι σε εγρήγορση και ήρθαν προς τα επάνω μου, αλλά πριν νιώσω πόνο, κάτι βάρυνε τους ώμους μου. Γονάτισα στον δρόμο, νιώθοντας τις αισθήσεις μου να παραλύουν και τους έχασα από το οπτικό μου πεδίο. Ο ύπνος μού φαινόταν τόσο κοντά τώρα. Ο τύπος βρισκόταν πίσω μου και κάτι μου είχε κάνει. Τον ηλίθιο. Δεν ήταν μαζί τους αλλά είχε δεχτεί να δουλέψει για αυτούς. Αυτό τον έκανε χειρότερο στα μάτια μου.
Πριν αφήσω τον εαυτό μου να βουτήξει τελείως στο σκοτάδι, μπόρεσα και μουρμούρισα αόριστα, «Με σκοτώνεται ή με συλλαμβάνεται;», επειδή ήμουν πολύ κουρασμένη για να μπορέσω να ξεχωρίσω τι γινόταν. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ένα άσχετο νιαούρισμα γάτας και ύστερα την φωνή του άντρα να μου λέει στο αυτί, «Θα εύχεσαι να είχα εντολές για το πρώτο».


(και λίγα λες)


ΒΑΖΩ ΤΑ ΑΚΟΥΣΤΙΚΑ ΣΤΑ ΑΥΤΙΑ ΜΟΥ γιατί ο υπολογιστής που έχω είναι ειδική περίπτωση. Το λάπτοπ μου χάλασε, οπότε αναγκαστικά (και χωρίς να με πειράζει ιδιαίτερα), πήρα τον παλιό σταθερό του αδερφού μου. Δεν έχει ηχεία οπότε αν θέλω να ζήσω και σήμερα, πρέπει κάθε φορά να συνδέω τα ακουστικά που βαραίνουν και πονάνε τα αυτιά μου. Η μουσική παίζει, το βρρρρ του υπολογιστή κρύβεται για μερικά λεπτά. Ο σκύλος μου έχει κάτσει στην πόρτα. Βρισκόταν δίπλα στην σόμπα μέχρι πριν λίγο και επειδή είναι λυπημένος που το αφεντικό της ζωής του (τυχαίνει να είναι και μάνα μου) έφυγε για δουλειές, μετά από ώρες κλάματος, το πήρε απόφαση και απλά ξεφυσάει. Όποτε γυρίζω το κεφάλι για να δω πως είναι, σηκώνει την μούρη του και μου δείχνει τα υγρά μάτια του, φωνάζοντας μου πως έπρεπε να τον αφήσω τουλάχιστον να βγει στον δρόμο και να πάει να συναντήσει την αδέσποτη σκύλα της γειτονιάς. Όσες φορές έχει γίνει αυτό, δεν επέστρεψε όταν τον καλούσαμε, οπότε κομμένες οι βόλτες χωρίς λουρί. Μισή ώρα πριν, κατάφερε και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο και χωρίς να κοιτάω για αυτοκίνητα, όρμισα να τον αρπάξω. Με απέφευγε αλλά στο τέλος τον έσυρα σπίτι από την ουρά.
Πάω στο Youtube γιατί είμαι γνωστή για την πειρατεία που κάνω (βλέπεις, mp3 δεν έχω, μεγάλη μνήμη δεν έχω, κακό κάρμα έχω… από πού αλλού να ακούσω μουσική;) και θέλω να αλλάξω το τραγούδι αλλά όλα τα προτεινόμενα είναι πάρε το ένα και χτύπα το άλλο. Δεν έχω όρεξη για τα συνηθισμένα και τα ασυνήθιστα δεν μου δίνουν κανέναν απολύτως λόγο για να τα πατήσω. Κάποια στιγμή αποφασίζω να ακούσω το ίδιο με πριν και η ώρα λέει μεσημέρι, όμως έχω ήδη φάει, μαλώσει, μαλώσει, προσπαθήσει να κοιμηθεί και μαλώσει. Τα μαθήματα είναι εκτός συζήτησης. Δεν ενδιαφέρει το θέμα; Ωραία, πάμε σε άλλο, έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να γράψω εδώ και να τα πρήξω σε άτομα που ίσως αποφασίσουν κάποια στιγμή να διαβάσουν το συγκεκριμένο blog. Για το καλό της ανθρωπότητας, ελπίζω να μην γίνει ποτέ αυτό.
«Αύριο», λες σήμερα, «θα είναι μια διαφορετική ημέρα». Το νιώθεις πως επιτέλους θα αλλάξεις κάτι, θα κάνεις νέα αρχή, θα ξεκινήσεις επιτέλους εκείνο το πρόγραμμα που γυροφέρνεις σαν την άδικη κατάρα περίπου από τις έντεκα Σεπτέμβρη. Έξι με εφτά μήνες μετά, πάλι τα ίδια κάνεις. Πάλι νέες υποσχέσεις του σήμερα για το αύριο, από το εχθές. Το αύριο είναι άλλη ημέρα, μαγικά θα σου αλλάξει όλα τα προβλήματα και με λίγη τύχη θα σου δημιουργήσει παραπάνω θέματα από ότι ήθελες για να απασχολήσεις το μυαλό σου. Εσύ, ως το ανθρώπινο ων που είσαι ή προσπαθείς να γίνεις, δεν έχεις άλλα προβλήματα πέρα το πρόγραμμα που άλλοι σε ανάγκασαν να έχεις. Γι’ αυτό, και σήμερα, λες πως αύριο θα είναι μια διαφορετική ημέρα. Καλύτερη ή χειρότερη, φτάνει που ξεκίνησε η ρουτίνα πάλι από την αρχή.
Ποτέ δεν είναι μια διαφορετική ημέρα. Ο ήλιος παραμένει ίδιος, τα στρώματα ίδια, ο σαπισμένος χαρακτήρας ασορτί με τις ίδιες σκέψεις – ίδια. Ή αν βρεις την δύναμη και την αλλάξεις, η αλλαγή θα κρατήσει το πολύ τρεις ημέρες. Μετά πίσω στην συνήθεια. Σου λένε πως μετά από είκοσι μία ημέρες κάνοντας το ίδιο πράγμα, σου γίνεται συνήθεια μετά – δεν το σκέφτεσαι ιδιαίτερα και το κάνεις σαν απλό μηχανισμό. Που να βρεθούν όμως αυτές οι ημέρες μέσα στον καταιγισμό ερωτήσεων που καλείσαι να απαντήσεις και αναμορφώσεις για το επόμενο κοπάδι προβάτων; Μα αν ήθελες όντως να αλλάξεις εμένα, εσένα, εκείνον, τα πάντα, λίγα ή ελάχιστα, θα το έκανες. Σωστά; Όχι. Ναι. Ίσως. Ποιος ξέρει, αφού δεν έχεις προσπαθήσει ποτέ; Και δεν είσαι μόνο εσύ ή μόνο οι άλλοι, αλλά είναι αυτή η αόρατη εξουσία που την ονομάζουμε καθημερινότητα και όσο και αν σε πονάει να είσαι κάτω από τα δεσμά της, σε σκοτώνει ο αποχωρισμός. Ονομάζεσαι άνθρωπος και η συνήθεια είναι δεύτερη φύση σου, καλώς ή κακώς.

Και μέσα σε όλα, συνειδητοποίησα πως ζηλεύω.



Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012


“MUCH OF MY LIFE HAD BEEN devoted to trying not to cry in front of people who loved me, so I knew what Augustus was doing. You clench your teeth. You look up. You tell yourself that if they see you cry, it will hurt them, and you will be nothing but a sadness in their lives, and you must not become a mere sadness, so you will not cry, and you say all of this to yourself while looking up at the ceiling, and then you swallow even though your throat does not want to close and you look at the person who loves you and smile.”

Ξεχάσανε να αναφέρουν την πιθανότητα που δεν έχεις να χαμογελάσεις σε κάποιον που σε αγαπάει, είτε επειδή κανένας δεν βρέθηκε ποτέ στη συγκεκριμένη θέση, ή ήταν δική σου επιλογή εξαρχής. Και δεν θέλω να είμαι εκείνο το άτομο που παίρνει οποιαδήποτε κατάσταση και την μετατρέπει στην χειρότερη (άσχετο ότι είμαι ακριβώς αυτή), αλλά μερικά πράγματα χρειάζονται περισσότερη εμβάθυνση από άλλα.

Καμία παραπάνω ανάλυση όμως. Not up to me.


Καλό μήνα.