Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

I


«Όταν ξύπνησα, βρήκα ένα έγγραφο στον υπολογιστή. Μια μεγάλη, λευκή σελίδα, με τίποτα πέρα από ένα

Είσαι καλά



στην άκρη της οθόνης. Δεν θυμόμουν να το έχω γράψει το προηγούμενο βράδυ αλλά προσπάθησα να σκεφτώ όλους τους λόγους που μπορεί να είχα νιώσει την ανάγκη να σιγουρέψω την παραπάνω σκέψη και να την αφήσω γραμμένη κάπου. Το κεφάλι μου άρχισε να περνάει τα ράφια με τις αναμνήσεις και όσες φορές γύριζε στο προηγούμενο βράδυ, υπήρχε πάντα ένα μεγάλο κενό, σαν να είχε σταματήσει η ύπαρξή μου για εκείνα τα δευτερόλεπτα πριν με πάρει ο ύπνος πάνω στο πληκτρολόγιο. Βέβαια, θυμόμουν το ποτήρι και τα αμέτρητα άδεια μπουκάλια ποτών που είχαν δημιουργήσει ένα μικρό προστατευτικό τείχος γύρω μου, και ίσως αυτό να είχε γίνει όντως, να είχα μεθύσει. Αλλά οι δύο λέξεις με ενοχλούσαν. Μπορούσα να το έχω συνεχίσει ή έστω να βάλω τελεία στην πρόταση γιατί κάθε φορά που την διάβαζα, ετοιμαζόμουν για μια συνέχεια σαν να αγνοούσα το υπόλοιπο λευκό της σελίδας. Η απώλεια σημείου στίξης με έκανε να κοκαλώνω απότομα και να κόβω τη σκέψη του αόρατου κειμένου στη μέση. Τι εννοούσα με το

Είσαι καλά



και γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ το παρακάτω; Έβαλα μόνος μου τη τελεία αλλά δεν μου άρεσε. Δεν πήγαινε. Ένιωθα σαν να είχα καταστρέψει δικό μου έργο τέχνης με υπερβολικές διορθώσεις που άρχιζαν να το διαβρώνουν. Πριν παρατήσω τον υπολογιστή και σηκωθώ από το γραφείο, συμπλήρωσα ένα ερωτηματικό (ταίριαζε) και από κάτω, μερικές ώρες αργότερα, απάντησα στον εαυτό μου πως

Είσαι καλά;
Δεν ξέρω!



Αυτό συνεχίστηκε για τον υπόλοιπο χειμώνα. Συνομιλούσα με τον εαυτό μου – κάθε βράδυ μεθούσα και έκανα ερωτήσεις που δεν θυμόμουν το πρωί να έχω γράψει ο ίδιος και τα μεσημέρια ή τα ελεύθερα απογεύματα, απάνταγα. Ο μεθυσμένος εαυτός μου ενδιαφερόταν πολύ για εμένα και σε κάθε απάντηση που έγραφα, ένιωθα σχεδόν καλύτερα για το ότι είχα κάποιον να ξέρει τι γίνεται, τι περνάω, πόσο πονάω και ποιες μέρες έπρεπε να χαμογελάω. Ήταν μια καινούρια ρουτίνα που είχα μπει χωρίς να το καταλάβω, μέχρι να έρθει η άνοιξη και μετά το καλοκαίρι, που αποφάσισα να φύγω από τη πόλη και να πάω διακοπές σε κάποιο νησί. Γύρισα τέλος Αυγούστου, όπου βρήκα τον υπολογιστή να δουλεύει, το ίδιο έγγραφο ανοιγμένο και τη λευκή σελίδα να έχει γεμίσει

Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες
Με άφησες»