Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

The Charmer .::1::.


Προσπαθώ να αντισταθώ αλλά η φωνή του είναι το μόνο όριο που έχω. Δεν μ’ αρέσουν τα όρια, θέλω να είμαι ελεύθερη, να έχω την δυνατότητα να σταματήσω ή να αρχίσω μόνη μου ∙ όποτε το θέλω, όπως το θέλω. Ο ψίθυρός του όμως, συνέχεια εκεί, το ίδιο σταθερό μοτίβο, ή ίδια καθησυχαστική μελωδία να μου λέει να μη συλλογιστώ κάτι πέρα από τα δικά του λόγια και αποκλειστικά τις δικιές του εντολές.
Και το κάνω. Δεν ακούω τίποτα άλλο, ή τουλάχιστον δεν δίνω σημασία σε οτιδήποτε πέρα από αυτόν, γιατί εκείνος είναι σημαντικός και αξίζει παραπάνω από οτιδήποτε, κι εκείνος χαίρεται και είναι πραγματικά χαρούμενος μαζί μου και όχι με κάποιον άλλον. Τον κάνω εγώ χαρούμενη και θα συνεχίσω να τον υπακούω, αν αυτό σημαίνει πως θα με ακουμπήσει έστω λίγο περισσότερο, πως μερικά λεπτά από την πολύτιμη ζωή του θα είναι αφιερωμένα σε εμένα, πάνω μου, χαρισμένα από εκείνον.
Χαμογελάω, γιατί η λεπίδα που κρατάω στο χέρι μου δείχνει πανέμορφη κάτω από το λιγοστό φως του δωματίου. Πριν λίγα δεύτερα μου ζήτησε να την σηκώσω από το έδαφος, και τώρα, γονατισμένη, είμαι έτοιμη να ακούσω την επόμενη ομάδα λέξεων, τον σχηματισμό της τελευταίας πρότασης, την ολοκλήρωση αυτής τη συνάντησης. Ευτυχώς με πλησιάζει, αργά, δεν λέει κάτι αμέσως και γονατίζει μπροστά μου, για να έχει το ίδιο ύψος με τα μάτια μου. Πιάνει το πρόσωπό μου στα δύο του χέρια και δακρύζω από χαρά όταν αντικρίζω τα λαμπερά του μάτια. Είναι πάλι χαρούμενος, παρατηρώ, και ενθουσιάζομαι περισσότερο κι εγώ. Γελάω, αλλά δεν είμαι σίγουρη αν είναι μόνο στο κεφάλι μου. Πλησιάζει τα χείλη του κοντά στα δικά μου, και πριν μου δώσει ένα απαλό άγγιγμα από τη ψυχή του, μου ψιθυρίζει, «Πέρασε τη λεπίδα από τον λαιμό σου, αγάπη μου», και το μυαλό μου είναι θολωμένο και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, γιατί με είπε αγάπη του. Είμαι δική του.
Δεν χρειάζεται να το πει δεύτερη φορά και τον υπακούω. Τα δάχτυλά μου τρέμουν, αλλά το δικαιολογώ στην κατάσταση έκστασης μου. Αφήνει το πρόσωπό μου μεθοδικά και συνεχίζει να παρακολουθεί τις κινήσεις μου, ανυπόμονος να κάνω τις διαταγές πράξη. Η λεπίδα φτάνει σε απόσταση αναπνοής από το σώμα μου και λίγο πριν τον χάσω, του λέω σιγανά, «Σ’ αγαπάω», αφήνοντας την κόκκινη πηχτή γραμμή να διασχίσει επιτέλους από την μία άκρη έως την άλλη το δέρμα μου, βαθιά.
Στην νέα μου κατάσταση, έχω τη δυνατότητα να διαβάσω τις σκέψεις του. Η τελευταία ήταν περισσότερο υποφερτή από τις προηγούμενες, μαλώνει τον εαυτό του σαν να είναι δικό του λάθος, ή σαν να απέκτησε ξαφνικά κάποιο μεγάλο ελάττωμα, την στιγμή που άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να με συμπαθήσει περισσότερο από την τελευταία κοπέλα. Καθαρίζει την λεπίδα που χρησιμοποίησα δεύτερα πριν, από το αίμα. Παίρνει το πάσο του, δεν βιάζεται. Τα μάτια του πέφτουν στο σώμα μου, όχι εκεί που είμαι τώρα όμως – όρθια δίπλα του, αλλά εκεί όπου βρίσκεται το νεκρό σώμα μου, με κομμένο λαιμό, στο πάτωμα απέναντί του. Δεν νιώθει ενοχές. Δεν νιώθει τίποτα. Αμέσως μετά υπόσχεται πως στο επόμενο κυνήγι θα γυρίσει πάλι στις καλομαθημένες, βολικές, ηλίθιες και προπάντων ευκολόπιστες γυναίκες, που δεν κάνουν την δουλειά του πιο δύσκολη. Μένω λίγο έκπληκτη που έπρεπε να βρει το κουράγιο για να σκοτώσει εμένα. Γιατί η Εμένα δεν είναι σημαντική και γιατί η Εμένα δεν ξεχωρίζει.
«Μην ανησυχείς», ακούγεται μια φωνή και για λίγο φοβάμαι πως ξέρει ότι είμαι ακόμα εκεί και θα μου κάνει κακό, γιατί πλέον προφανώς δεν με αγαπάει και δεν έχω αξία για αυτόν. Όταν γυρίζω την πλάτη μου, ευτυχώς ένας άλλος άντρας με κοιτάει, καθισμένος στο πάτωμα, σε μία από τις κυριολεκτικά μόνο τέσσερις γωνίες του μικρού δωματίου, με τη πλάτη του να ακουμπάει στον μουχλιασμένο τοίχο που πριν δεν είχα παρατηρήσει. Είναι κουρασμένος, νιώθω. Οι σκιές καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου του αλλά καταλαβαίνω πως με κοιτάει χωρίς να έχει ίχνος άγχους στα μάτια του, πέρα από μία γεύση της παλιάς του ζωής, που τώρα έχει αρχίσει να χάνεται σιγά-σιγά. «Το παθαίνουν συχνά», ξαναμιλάει.
Κρατάω επιφυλακτική στάση και προσπαθώ να μείνω αρκετά μακριά του. «Ποιοι παθαίνουν τι;», ρωτάω περισσότερο εχθρικά από ότι θα έπρεπε να φέρομαι σε κάποιον άγνωστο που τουλάχιστον εκείνος δεν με είχε αναγκάσει να αυτοκτονήσω.
Γελάει χαμηλόφωνα. «Κανείς δεν σε ανάγκασε να κάνεις τίποτα», λέει σαν να σχολιάζει τις σκέψεις μου και ύστερα απαντάει στην προηγούμενη ερώτησή μου. «Όλες όσες τον εμπιστεύονται», κάνει ένα νεύμα με το βλέμμα του να μετακινείται για λίγο πίσω από τον ώμο μου, εκεί που βρίσκεται ακόμα ο άντρας. «Δεν είσαι η πρώτη. Μην ανησυχείς», επαναλαμβάνει.
Νιώθω το σώμα μου να αρχίζει να καίει, το πρόσωπό μου να κοκκινίζει, η καρδιά μου να πάλετε με δύναμη κάτω από το στήθος μου. Έχω την ανάγκη να χτυπήσω κάτι. Θέλω να τον βρίσω, αλλά δεν βρίσκω λόγο που πρέπει να το κάνω, ούτε έχω κάτι να του φωνάξω. Το καταλαβαίνει – δεν ξέρω πως, αλλά το κάνει. Και όταν έρχεται νέο κύμα, καταλήγω να βγάζω έναν ήχο από τον λαιμό μου, σαν να τα παρατάω και σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα, προσπαθώντας να εξωτερικεύσω τα νεύρα μου, την ζήλια μου, την αγανάκτησή μου, την λύπη πως πλέον όλα αλλάζουν.
«Δεν με ξέρεις», λέω τελικά και του γυρίζω την πλάτη. Δεν κοιτάω μπροστά μου, αλλά κλείνω τα μάτια σφικτά γιατί έτσι κανένα θέαμα δεν θα μπορέσει να με πονέσει παραπάνω. «Δεν ξέρεις ποια είμαι για να μιλάς».
Γελάει. Ακούω το γέλιο του και προς στιγμή σχηματίζω την εικόνα ενός ανώριμου παιδιού που ενώ ξέρει ότι ο μεγάλος έχει δίκιο, χωρίς να βρει κάτι έξυπνο να απαντήσει, απλά γελάει. «Νομίζω πως έμαθα αρκετά όση ώρα σε έβλεπα να τον υπακούς», μιλάει με αυτάρεσκο τόνο. Κάτι άλλο κουνιέται, νομίζω έχει σηκωθεί από το πάτωμα και παίρνει μερικά βήματα προς το μέρος μου. Μόλις φτάνει κοντά, στέκεται δίπλα μου. «Σε ξέρω παραπάνω από ότι γνωρίζεις εσύ εκείνον», η φωνή του είναι πιο κοντά τώρα.
Σκέφτομαι κάτι κακό για αυτόν και το πιάνει.
«Μην το κάνεις αυτό», του λέω νευριασμένα. Ανοίγω τα μάτια μου μόνο και μόνο για να τον αντικρίσω. Βρισκόμαστε σχεδόν κάτω από το φως, οπότε τα χαρακτηριστικά του είναι περισσότερο ευδιάκριτα τώρα. Έχει ένα μεγάλο κόψιμο στο αριστερό μάγουλό του και φαίνεται βαθύ, πρόσφατο, πολύ πρόσφατο, γιατί το αίμα δεν έχει ξεραθεί ακόμα. Ο ιδρώτας έχει αναγκάσει μερικές καστανόξανθες τούφες από τα όχι και τόσο κοντά μαλλιά του να κολλήσουν σε μερικά σημεία του προσώπου του και υπάρχουν μερικές βρωμιές από χώμα στο πιγούνι, το μέτωπο και κάτω από τα μάτια του. Φαίνεται ταλαιπωρημένος.
 «Μην κάνω τι;», ρωτάει και με επεξεργάζεται κι εκείνος. Κάνει σίγουρα λιγότερη ώρα από εμένα και με αρκετά χαμηλότερο ενδιαφέρον.
«Μην διαβάζεις τις σκέψεις μου», του εξηγώ. «Θα το εκτιμούσα αφάνταστα».                 
Ανοιγοκλείνει τις βλεφαρίδες του μερικές φορές, έχοντας κενό βλέμμα. Συνοφρυώνεται για δύο δεύτερα και μετά βλέπω την έκφραση του να αλλάζει απότομα, σαν να έχει μόλις συλλογιστεί για πρέπει να τον ενδιαφέρει η γνώμη μου. «Ήταν καλύτερα όσο ήσουν σκύλα του», μουρμουρίζει ξεφυσώντας, και αρχίζει να περπατάει πίσω από τον άντρα που μόλις έχει αρχίσει να φεύγει από το δωμάτιο. Χωρίς να γυρίσει πίσω, μου κάνει μία κίνηση με το χέρι του να τον ακολουθήσω. «Κουνήσου, έχουμε δουλειά να κάνουμε», λέει απότομα, χωρίς να μου δίνει επιλογές άρνησης. 


***


Έπιασε το πρόσωπό του ξένου και το ένιωσε ζεστό κάτω από τα δάχτυλά της. «Είσαι απαλός», του είπε. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί. Να θυμηθεί γιατί είχε το δικαίωμα να τον ακουμπάει και γιατί αυτός την άφηνε να ασκήσει αυτό το δικαίωμα πάνω του. «Δεν σε ξέρω, όμως», ξαναμίλησε, παίρνοντας το χέρι της από πάνω του. Έκανε ένα βήμα πίσω, αργό, να μην φοβίσει τον ίδιο της τον εαυτό. «Συγνώμη».
Ο ξένος προσπάθησε να χαμογελάσει και απέτυχε με μια σκιά στα χείλη του. Κατάπιε δυνατά, προσπάθησε να μη δείξει τους λυγμούς που ένιωθε στο βάθος του λαιμού του. «Όχι, με ξέρεις», είπε βραχνά, με τη φωνή του να είναι σχεδόν ψίθυρος. Σιγουριά στα λόγια, για τέτοια αδυναμία που ένιωθε. «Αλήθεια. Με ξέρεις. Εγώ σε θυμάμαι».
«Εγώ όχι».
Δεν είπε κάτι.
Τον κοίταξε – παραπονέθηκε μέσα της που εκείνος δεν έκανε βήμα να καλύψει την απόσταση. Ξεφύσησε συνωμοτικά στο κεφάλι της. Άπλωσε πάλι το χέρι της και τον ακούμπησε. Δεν της είπε τίποτα, μόνο η έκφρασή του άλλαξε λίγο επειδή άρχισε να δαγκώνει τα μάγουλά του, να κρατηθεί.


***


 «Είχες πει πως δεν θα ξαναγίνει, Elle», λέει νευριασμένα εκείνος και την κοιτάει εξαγριωμένος κάτω από τα συνοφρυωμένα φρύδια του. «Έτσι δεν είναι; Αυτό δεν είχες πει; Πως δεν θα ξαναγίνει», συνεχίζει και νιώθει τα νεύρα κάτω από το δέρμα του να τεντώνονται περισσότερο. Μισεί αυτό το συναίσθημα. Μισεί να είναι εκτός ελέγχου, μισεί να μην είναι ήρεμος, μισεί πως βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση. Μισεί.
«Χαλάρωσε», του λέει ήρεμα εκείνη και ρίχνει λίγο ουίσκι στο ποτήρι της. Του έχει γυρισμένη την τέλεια πλάτη της και τα μακριά μπούκλες ξανθά μαλλιά της την καλύπτουν, είτε γιατί νιώθει άβολα με το να τον κοιτάει κατευθείαν, ή επειδή δεν έχει λόγο να πάρει στα σοβαρά την συζήτηση. Σύμφωνα με τις σκέψεις τις, όλα θα πάνε καλά, τίποτα δεν είναι στραβό, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Δεν θα γίνει κάτι για μία ακόμα φορά και θα κερδίσουμε πολλά από όλο αυτό». Γυρίζει το σώμα της και του χαμογελάει. «Πέρασε τόσος καιρός και θα κάνεις πίσω τώρα;», τονίζει το τώρα, γιατί ο χρόνος παίζει ρόλο στα σχέδιά τους και είναι σημαντικό να του θυμίζει όλες εκείνες τις άπειρες ώρες υπομονής. «Έλα τώρα, Caleb», γελάει κάτω από την γουλιά που μόλις έχει κατεβάσει.
Ο άντρας νιώθει για λίγο ένα μεγάλο κενό εκεί που άκουσε το όνομά του. Δεν το αναγνωρίζει πλέον, δεν είναι μέρος της ύπαρξής του. Νιώθει σαν η γυναίκα να έχει μόλις αναφερθεί σε κάποιο άλλο άτομο στο δωμάτιο, αλλά οι πληροφορίες συγκεντρώνονται σιγά-σιγά –- δεν υπάρχει κανείς άλλος πέρα από εκείνη και εκείνον. Οπότε αναφέρεται σε αυτόν.
«Μην με λες έτσι», της κάνει μετά από λίγο και φαίνεται λίγο άβολα από την ξαφνική αλλαγή στη στάση του σώματός του. Προσπαθεί να μην το δείξει.
Η Elle σηκώνει τους ώμους της και κουνάει με μεθοδικές κινήσεις το ποτήρι της. «Χρειάζεσαι ένα όνομα για τον έξω κόσμο, όμορφε», λέει και πίνει το τελευταίο περιεχόμενο του ποτού της.
Ο Caleb κουνάει αρνητικά το κεφάλι του και την αγριοκοιτάζει πάλι. «Κανείς δεν έχει ζητήσει ποτέ το όνομά μου. Δεν χρειάζεται να το ξαναναφέρεις», της λέει κάτω από τα δόντια του.
Ξαναγελάει η γυναίκα. «Όπως θες». Παίρνει μερικά βήματα προς το μέρος του και όταν είναι αρκετά κοντά, του χαϊδεύει απαλά το μάγουλο με τις άκρες των δαχτύλων της. Επεξεργάζεται το σχεδόν τέλεια συμμετρικό πρόσωπό του. Ο άντρας έχει σταρένιο δέρμα, σκούρο καστανά μαλλιά μιας απαλής, γήινης απόχρωσης, κοντά και ατημέλητα, έντονα σκούρο πράσινο μάτια. Οι μυς του διαγράφονται κάτω από τα ρούχα του και αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που αν δεν τον ήξερε, θα έλεγε πως είναι απόλυτα υγιείς… και πανέμορφος. Στα δικά της μάτια φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι. Μερικές φορές τον βρίσκει αποκρουστικό. Δεν αναφέρει κάτι, όμως. «Αλλά πρέπει να το κάνεις…», του λέει με χαμηλόφωνη φωνή, μετά από λίγο. Ένα σχεδόν νιαούρισμα μίας επικίνδυνης γάτας.
Το κεφάλι του τού λέει να πει όχι. Του το φωνάζει. Η καρδιά του ουρλιάζει να ξεκουμπιστεί από εκεί πέρα, πως όλο αυτό δεν θα τελειώσει καλά και πως μερικές φορές πρέπει να κάνεις πίσω, ακόμα και αν θυσιαστούν στόχοι που δούλεψες σκληρά για χάρη τους. Για χάρη της.
Έχουν γίνει τόσα πολλά. Τόσος πολύς καιρός. Θα έπρεπε να τελειώνει με αυτή την ιστορία, να σταματήσει η παράσταση, επιτέλους οι ηθοποιοί να ξεκουραστούν από τους ρόλους τους. Να τους ξεχάσουν. Αλλά όχι. Στριφογυρίζει τα μάτια του, αντί να αρνηθεί. Ξεφυσάει. «Τελευταία φορά στη Νέα Υόρκη», μουρμουρίζει.
«Τελευταία», του υπόσχεται παιχνιδιάρικα.
«Και μετά φεύγουμε», επιμένει.
«Και μετά φεύγουμε», συμφωνεί κι εκείνη. Ανοίγει λίγο με τα χέρια της τα πρώτα κουμπιά του πουκάμισού του. Του χαϊδεύει με αγάπη το στήθος. Κρατάει στην παλάμη της το μενταγιόν του άντρα, εκείνο που χρόνια πριν την είχε τραβήξει πάνω του, μια μικρή χρυσαφένια πλάκα που στο κέντρο της φαίνεται να κρατάει ένα άδειο, νεκρό φιαλίδιο. Δεν λάμπει – και είναι άχρηστο όσο δεν λάμπει, αλλά ξέρει πως σε λίγο θα φωτίζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Γεμίζει περηφάνια, χαρά, ευχαρίστηση, λίγο ηδονή κιόλας. «Now I return to my distraught shell, the masque of falseness has taunted me well», αρχίζει να ψελλίζει μερικούς στίχους από ένα τραγούδι. «The Charmer is laughing, has left me to die…», τον κοιτάει κατάματα κι εκείνος ανταποδίδει το βαθύ βλέμμα. Και οι δύο χαμογελάνε πολύ πλατιά τώρα, ο ένας να το εννοεί λιγότερο από τον άλλο. «…Deceived with power, I've swallowed the lie». 


***


«Λοιπόν, τι θα κάνουμε;», τον ρώτησε τελικά και κράτησε το βλέμμα της μέσα στο δικό του. Της ήταν εύκολο. Εκείνος από την άλλη φαινόταν να μην μπορεί να τη κοιτάει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Τον βοηθούσε όμως που είχαν τα χέρια τους μπλεγμένα ανάμεσα στα σώματά τους. Σώματα πολύ κοντά και κανείς δεν φαινόταν να θέλει να φύγει. Ούτε εκείνη ήθελε. Δεν ήταν μόνος του σε αυτή την επιλογή.
«Τι εννοείς;», είπε βραχνά. Οι σκέψεις του (περίπλοκες, ψυχοφθόρες σκέψεις) δεν τον άφηναν να έχει πολύ χώρο για να επεξεργαστεί πράγματα.
Του χαμογέλασε, το ίδιο χαμόγελο που είχε χρησιμοποιήσει κάποιες μέρες πριν για να δείξει στο νήπιο της αδερφής της πως δεν την πείραξε που ζωγράφισε τους τοίχους. «Πρέπει κάτι να κάνουμε, σωστά;», μουρμούρισε γλυκά. «Για την κατάστασή μας. Κάτι πρέπει να κάνουμε».
Τα μάτια του έπιασαν υγρασία. Ήταν αντανακλαστικό που δεν μπόρεσε να κρατήσει. Δεν ήξερε αν εκείνη μπορούσε να τον δει. Ευχήθηκε το σκοτάδι να ήταν αρκετό για να καλύψει την αδυναμία του. «Νομίζω δεν έχουμε πλέον κατάσταση», η φωνή του βγήκε αδύναμη και αποφάσισε πως δεν άξιζε να παλεύει την επαφή με τα μάτια. Ξεκούρασε το βλέμμα του στα κουμπιά του παλτού της. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, αλλά το κρύο ήταν αισθητό εδώ και ώρα.
Έσφιξε τα χέρια της πάνω από τα δικά του και προσπάθησε να τα ζεστάνει.


***


Ο καπνός έφυγε από τα χείλη του και με μεθοδικές κινήσεις, σχεδόν σαν λικνίσματα, άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό. Είδε την παχιά στρώση καρκίνου να εξαφανίζεται μέσα στο γκρίζο καιρό και να γίνεται ένα με τα σύννεφα. Σκέφτηκε πως πονάει, και το στήθος του ανέβηκε με δυσκολία για άλλη μία ανάσα. Κάτι οξύ ενοχλούσε το στομάχι του, ύστερα κάτι ανακατεύτηκε εκεί μέσα και στο τέλος βρήκε τον εαυτό του να κάνει εμετό στις αρχές ενός μικρού δρόμου που έβγαινε σε αδιέξοδο. Έφτυσε δύο φορές ακόμα και έβρισε τον Θεό. Σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη της παλάμης του, πιάνοντας την ίδια στιγμή με το άλλο του χέρι ένα μικρό σπασμένο τελάρο δίπλα στον ξεχειλισμένο κάδο. Έκατσε στο χαλασμένο πλαστικό και κάλυψε τον εαυτό του με τις σκιές του μονοπατιού ∙ να μπορεί να βλέπει το πεζοδρόμιο και τον κεντρικό δρόμο, αλλά να παραμένει αόρατος.
Είδε τους ανθρώπους να τρέχουν βιαστικά και ύστερα πρόσεξε τα τέρατα στον δρόμο δίπλα τους, είτε να περιμένουν ανυπόμονα το σωστό χρώμα στο φανάρι ή να παραβιάζουν κανόνες, κινδυνεύοντας να κατασπαράξουν τους ανθρώπους που περνούσαν πάνω-κάτω τις διαβάσεις. Ο ήχος που βγήκε από το βάθος του λαιμού του ήταν ό,τι κοντινότερο σε γέλιο και ύστερα ο βήχας του έκοψε το τρένο των σκέψεών του. Όταν μπόρεσε να σκεφτεί πάλι καθαρά, σταμάτησε το χέρι του στον αέρα, την στιγμή που ήταν έτοιμο να αρπάξει το πακέτο από την τσέπη του. Είχε όρεξη να ανάψει πέντε τσιγάρα την ίδια στιγμή και να καταπιεί τον θάνατο χωρίς δισταγμό, αλλά λιγόστευαν οι μπάρες ελευθερίες στο βάθος του παλτού του, και έπρεπε να προσέχει την κατανάλωση.
Έβαλε το αντίθετο του χέρι στην άλλη τσέπη και έβγαλε μια χιλιοδιπλωμένη και σπασμένη σε πολλά σημεία φωτογραφία από μέσα. Χαμογέλασε στον εαυτό του όσο κοίταζε για πολλοστή φορά το περιεχόμενο της. Υπήρχε στο κάτω μέρος, προς τα δεξιά, μια μικροσκοπική σειρά από καλλιγραφικά γράμματα. Μπόρεσε (πόσες φορές είχε μπορέσει, άραγε) να διαβάσει το, Θα έκανα τα πάντα για εσένα, που είχε στολίσει καλλιτεχνικά το πορτρέτο. Τον πείραζε πάντα αυτή η πρόταση. Του φαινόταν λάθος η επιλογή των λέξεων και πάνω από όλα, το νόημα. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν ικανός να κάνει τα πάντα. Ίσως σε ένα σημείο να υπήρχε χώρος συζήτησης, αλλά το πάντα καθ’ αυτό κόντευε τη βλασφημία. Και τι ήταν αυτό το Θα έκανα; Γιατί να μην είναι Θα κάνω, ή τουλάχιστον Θα προσπαθήσω;
Τσαλάκωσε απότομα τη φωτογραφία στη παλάμη του και έχοντας τη κάνει μπάλα, τη πέταξε στη μέση του μουσκεμένου δρόμου, νευριασμένος. Έπιασε χούφτες τα μαλλιά του και άρχισε να τα τραβάει, πηγαίνοντας μπρος-πίσω στη θέση του. Κοπάνησε το χέρι του στον τοίχο, μετά έριξε κλωτσιές στον αέρα, χωρίς να αφήσει το τελάρο. Πήρε μισή ανάσα. Έκατσε να δει μερικά αυτοκίνητα να ποδοπατάνε τη φωτογραφία και ύστερα ξεφύσησε, παρετημένος. Σηκώθηκε αργά, και με ήρεμα βήματα πλησίασε τον δρόμο, σταματώντας τη κυκλοφορία. Ο ταξιτζής άρχιζε να του κορνάρει και να βρίζει σε μια γλώσσα της Μέσης Ανατολής. Περαστικοί σταμάτησαν απλά από περιέργεια. Πήρε πάλι πίσω τη φωτογραφία και επέστρεψε στις σκιές, χωρίς να κάτσει κάτω. Ο κόσμος των τεράτων συνέχισε πάλι αμέριμνος.
«Τι θα κάνω με εσένα;», ψιθύρισε πονεμένα στο χαλασμένο πλαστικό. Το ξεδίπλωσε, το έστρωσε, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε πάθει μεγαλύτερη ζημιά και το ξαναέβαλε στη θέση του. Πριν φύγει από το δρομάκι, αποφάσισε πως η περίσταση απλά ζήταγε για τα πέντε εκείνα τσιγάρα.