Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

& - 001

«Όταν της άνοιξα την πόρτα, με ρώτησε αν θέλω βοήθεια και της είπα ότι θα τα καταφέρω μόνος μου. Της έδωσα την ομπρέλα μου γιατί δεν μπορούσα να ανέβω τα εννιά σκαλιά μέχρι την μπροστινή της πόρτα. Με κοίταξε πριν την δεχτεί αλλά δεν είπε κάτι και έφυγε. Έμεινα στη βροχή, δίπλα στο ταξί, μέχρι που εξαφανίστηκε μέσα στη πολυκατοικία. Θα συνέχιζα να βρέχομαι αλλά άκουσα τη φωνή του οδηγού να με ρωτάει τι θα γίνει και μπήκα πάλι στη πίσω θέση. Δεν θυμάμαι τι διεύθυνση του έδωσα αλλά το πρωί βρισκόμουν στο κρεβάτι μου.
Το βράδυ είδα πως βρισκόμουν σε μια τεράστια φωλιά πουλιών ενός πανύψηλου δέντρου και τα κλαδιά με έκοβαν σε μερικά σημεία αλλά δεν με ένοιαζε. Το προηγούμενο βράδυ είχα δει το ίδιο όνειρο μόνο που ήταν κι εκείνη δίπλα μου. Τα κλαδιά δεν την πλήγωναν. Στο χθεσινό όνειρο γδερνόμουν για τρία άτομα: εμένα, εκείνη, την απουσία της. Ξύπνησα επειδή πονούσε το κεφάλι μου επειδή ξύπνησα. Νόμιζα πως είχε ξημερώσει αλλά ήταν ακόμα η ίδια νύχτα και ήθελα να επιστρέψω στο όνειρο, δεν με ένοιαζε το αίμα, αλλά χτύπησε το τηλέφωνο και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε η φωνή ήταν, «Τι θες να της πω;».
Δεν ήξερα ποιος ήταν αλλά απάντησα, «Δεν ξέρω. Ό,τι θες».
Μετά η φωνή είπε, «Μην μου δίνεις τόσες ελευθερίες, θα την διώξω από δίπλα σου», και πριν εξηγήσω πως πιθανότατα θα το ήθελε και η ίδια, ξύπνησα.
Άλλο όνειρο».
«Περιπετειώδης βραδιά», χαμογέλασε αλλά ήταν περισσότερο αφοσιωμένη στις σημειώσεις.
«Όχι», έγνεψα αρνητικά. «Περιπετειώδης βραδιά ήταν το ‘82 στο Λονδίνο, όταν έφαγα γυαλί στο κεφάλι». Χάιδεψα το σημείο ανάμεσα στα μαλλιά μου. «Ή το ’85, ανατολική Ασία…»
«Σε πόσα μέρη έχεις ταξιδέψει;», ρώτησε χωρίς να σταματήσει να γράφει. Αλλά με κοιτούσε την ίδια στιγμή, οπότε δεν μπορώ να πω πως δεν την παραδέχτηκα.
«Πολλά;». Ερώτηση. «Πολλά».
«Έχω πάει μόνο στο Βατικανό και από δεκαπέντε ημέρες έμεινα τρεις, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου».
«Σε πόση ώρα επιστρέφουμε στο ότι δεν μπήκα σπίτι της, γιατί πρέπει να φύγω σε δεκαπέντε λεπτά».
Χαμογέλασε και άφησε το στυλό για πρώτη φορά. «Όποτε θες».
«Δεν πρέπει να με πιέσεις;»
«Δεν πιέζω κανέναν».
«Ωραία». Κοίταξα το χαλί. Καινούριο πέρα από το σημείο που ακούμπαγαν τα παπούτσια της, μπροστά από την πολυθρόνα. «Είμαι ηλίθιος».
«Δεν είσαι ηλίθιος».
«Καλά, δειλός».
Άρχισε με ένα, «Δεν είσαι δειλός», αλλά σταμάτησε μόνη της. «Ναι. Ναι».
«Έχει βάψει την εξώπορτά της κόκκινη». Δεν θυμόμουν να το έχω παρατηρήσει μέσα στην μπόρα.
«Όλα τα σπίτια στην οδό της είναι βαμμένα κόκκινα».
«Ήταν καφέ την τελευταία φορά—»
«Την τελευταία φορά που βρέθηκες τόσο κοντά σε οτιδήποτε δικό της ήταν τρία χρόνια πριν. Έχω περάσει πρόσφατα. Ο δήμος τα έβαψε».
Χτύπησα ρυθμικά τα πόδια μου, κοίταξα προς την βιβλιοθήκη. «Άσχημο χρώμα».
«Γιατί;»
«Απλά δεν μ’ αρέσει».
«Γιατί;»
«Ξέρεις γιατί».
«Αν δεν το πεις, δεν θα υπάρξει πρόοδος».
«Δεν υπάρχει λόγος να το πω αν το ξέρω».
«Το ότι ξέρεις πράγματα και δεν έχεις μιλήσει ποτέ σε κανέναν είναι ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ».
«Μου θυμίζει αίμα. Το κόκκινο».
«Και;»
«Αρκετή πρόοδος για σήμερα, ναι».
«Και τι σου προκαλεί το αίμα;»
Και σταμάτησα να απαντάω. Αλλά όχι να την κοιτάω. Αρκετά έντονα μέχρι να νιώσει άσχημα.
«Δεν τους σκότωσες εσύ», είπε πάλι μετά από λίγο, πιο ήρεμα.
«Ναι, ε; Ψεύτικες αναμνήσεις με εμένα να κρατάω το όπλο τότε».
Σχεδόν την έπιασα να προσπαθεί να βρει κάτι να πει γρήγορα ώστε να ακουστεί φυσιολογικό, αλλά σηκώθηκα.