Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

1960


Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά ξεκίνησαν.
Ένα κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες, προσπαθεί να δει από το παράθυρο της τι γίνεται στον πάντα έρημο δρόμο της γειτονιάς. Δεν μπορεί, το παράθυρο αποφάσισε να βρεθεί αλλόκοτα ψηλά απόψε. Ακουμπάει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της πως οι γάτες άρχισαν καβγά για το τελευταίο κομμάτι χαλασμένης κονσέρβας, αλλά τα λεπτά περνάνε και οι φωνές είναι περισσότερο ανθρώπινες, με περισσότερο αίμα και λαχτάρα στην χροιά τους. Κατεβαίνει από το κρεβάτι της, ξεχνάει να φορέσει παντόφλες ή παπούτσια και ελίσσεται ανάμεσα στα πιεσμένα σώματα της οικογένειάς της για να βρεθεί στην εξώπορτα, την οποία ανοίγει χωρίς θόρυβο. Τα πόδια της δουλεύουν γρήγορα και έχει κατέβει τις σάπιες σκάλες της πολυκατοικίας γρήγορα, φέρνοντας τον εαυτό της έξω, ακριβώς κάτω από τα παράθυρό της, εκεί που άκουσε τον τρόμο.
Ο δρόμος και το πεζοδρόμιο είναι λουσμένα στη βροχή του απογεύματος. Οι μισοσπασμένες λάμπες που φωτίζουν εδώ κι εκεί το στενάκι, κάνουν το κλίμα περισσότερο επικίνδυνο παρά ασφαλές και οι σκιές λιγοστεύουν, το κορίτσι δεν βρίσκει χώρο να κρυφτεί, μόνο παραμένει στη μέση του μικρού δρόμου, τα μάτια της να ψάχνουν κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Κάτι κουνιέται, ίσως ο άνεμος, ίσως η περιέργεια η ίδια, και μπροστά της εμφανίζεται ένας άντρας με την καμπαρντίνα του να φλερτάρει το μαύρο του ουρανού, το καπέλο του να καλύπτει τα περισσότερα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα χέρια του κλεισμένα σε τσέπες, αιχμαλωτισμένα στη ζέστη. Στέκεται δίπλα στο κορίτσι, δεν την κοιτάει, απλά παρατηρεί μαζί της τον δρόμο και όταν κανείς από τους δύο δεν μιλάει, οι σκιές αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά, οι λάμπες να φέγγουν σωστά τους δρόμους, και η πνοή του ανέμου να παίρνει πάλι την βραδινή της τροπή.
«Άκουσα κάτι», λέει το κορίτσι και προσπαθεί να βρει στοιχεία για τα λόγια της. «Κάποιος – κάποιοι – ούρλιαξαν, αλλά κανείς δεν είναι εδώ», προβληματίζεται γιατί νευριάζει όταν η μητέρα της δεν την πιστεύει και επιμένει πως είδε εφιάλτη, λέγοντας πως τα τέρατα δεν ήρθαν όντως δίπλα της. Ποιος έχει δικαίωμα να της πάρει τα τέρατα από κοντά της; Γιατί οι μεγάλοι θέλουν να μένουν πάντα μόνοι;
«Αν ήταν εδώ», μιλάει ο άντρας και η φωνή του δεν έχει χρώμα, ούτε σκιές, ούτε πνοές του ανέμου, ούτε λίγη ζεστασιά από την καμπαρντίνα του, «τι θα έκανες;», ρωτάει.
«Θα τους βοηθούσα», απαντάει το κορίτσι αμέσως και με σιγουριά. Τρίβει τα χέρια της μπροστά στο στόμα της και η ελάχιστα καυτή ανάσα της ζεσταίνει μερικά παγωμένα δάχτυλα.
«Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», απαντάει ο άντρας. «Είσαι μικρή. Δεν μπορείς να τους βοηθήσεις», επαναλαμβάνει.
Η φωνή του αρχίζει να χάνει μέχρι και την αορατότητά της και σε λίγο (το κορίτσι φοβάται) πως δεν θα υπάρχει τίποτα, πέρα από λέξεις, άνιωθες λέξεις, αντί για μια μοναδική φωνή που ίσως κάνει κάποιον, κάποια, κάτι να φτερουγίζει από χαρά στο άκουσμά της ή μόνο στη θύμησή της. Ακριβώς όπως έχει δει πολλούς μεγάλους να (μην) έχουν. Το κορίτσι για πρώτη φορά σηκώνει το κεφάλι της και ακόμα προσπαθώντας να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αποτυγχάνει. «Εσύ είσαι μεγάλος», του λέει με σιγουριά. Το κορίτσι ξέρει να ξεχωρίζει τους μεγάλους. «Εσύ είσαι μεγάλος», ξαναλέει. «Δεν είσαι μικρός».
Ο άντρας δεν κουνιέται, δεν γυρίζει προς το μέρος της, αλλά συμφωνεί πως, «Ναι. Εγώ είμαι μεγάλος», γιατί τουλάχιστον σε σύγκριση με το κορίτσι, δεν είναι μικρός.
«Εσύ μπορείς να τους βοηθήσεις;», αναρωτιέται το κορίτσι, μεσαίο ανάστημα, μεγάλη καρδιά, ανύπαρκτες φιλοδοξίες. «Είσαι μεγάλος, είμαι μικρή. Είμαι μικρή, δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Είσαι μεγάλος, μπορείς να τους βοηθήσεις;».
Οι σκιές κρατάνε την πνοή του ανέμου και περιμένουν την απάντηση. Τα φώτα του δρόμου καίνε δυνατά για να ακούσουν τα λόγια του άντρα. Ο δρόμος έχει αρχίσει να τρέμει με ανυπομονησία. Η περιέργεια σταμάτησε να κουνιέται.
Ο άντρας ψιθυρίζει στο κορίτσι πως δεν ξέρει και ύστερα προβαίνει στο να εξαφανιστεί μέσα σε μερικές σκιές που δεν τον προσκάλεσαν και άλλες που δεν ικανοποιήθηκαν με την απάντησή του. Το κορίτσι ανοιγοκλείνει τα μάτια της μερικές φορές και μένει μόνη στη μέση του δρόμου.
Πολιτεία της Νέας Υόρκης, 1960. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν, μέχρι να ξαναρχίσουν. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου