Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

After Midnight


Η μάνα μου έχει να κοιμηθεί αρκετές ώρες, ο καφές της έχει σχεδόν τελειώσει, το ψυγείο δεν έχει γλυκά για να την απασχολήσουν, και στις δύο το βράδυ δεν υπάρχει κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση που μπορεί να της τραβήξει το ενδιαφέρον. Κάθομαι εδώ και κάμποση ώρα απέναντί της, στον άλλο καναπέ και μιλάμε για τις Πανελλήνιες και τα μαθήματα, τα φροντιστήρια, και ύστερα για το πόσο άλλαξε ο αδερφός μου από την εφηβεία του μέχρι τώρα. Πως έγινε περισσότερο τρελάρας και πως τον προτιμάμε όπως είναι τώρα, παρά με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα. Αυτό της δίνει το ελεύθερο να πάει τη κουβέντα σε εμένα.
«Εσύ περνάς τη φάση σου τώρα», αρχίζει. «Την εφηβεία σου. Όχι σαν τον Δημήτρη, δεν φωνάζεις, δεν μιλάς. Την περνάς σιωπηλά». Είναι αρκετά σίγουρη, και δεν μιλάω. «Έχεις στιγμές που νιώθεις μοναξιά ή σου βγαίνει σε κατάθλιψη;».
Αρχίζω και μουρμουρίζω λέξεις που δεν καταλαβαίνει, μασάω τα λόγια μου και με ξαναρωτάει. Κουνάω αόριστα το κεφάλι μου και αποφεύγω το βλέμμα της. «Τι σημασία έχει;», λέω ειλικρινά.
«Ε,  τι σημασία έχει; Σε ρωτάω».
«Ωραία, ναι», καταλήγω.
 «Γιατί δεν έρχεσαι να μου μιλήσεις όταν θες κάτι;», ρωτάει και το λέει με ψεύτικο παράπονο γιατί μετά θα αρχίσει να νιώθει ενοχές που δεν είναι καλή μητέρα σε εμένα.. «Ο αδερφός σου όταν δεν νιώθει καλά, ακόμα και το βράδυ έρχεται και συζητάμε». Ναι, σας ακούω τα ξημερώματα, μέρες σχολείου, που ενώ θα έπρεπε να βλέπω κάποιο όνειρο, ακούω για τα προβλήματα του συνάδερφου από εκεί.
Αρχικά, απαντάω στο κεφάλι μου, γιατί δεν καταλαβαίνεις και δεν περιμένω να το κάνεις. Το οποίο είναι αλήθεια και δεν το λέω με κακία. Απλά συνεννόηση μεταξύ εμένα κι εκείνης δεν θα υπάρξει ποτέ, εκτός κι αν είναι δικός της το θέμα. Και δεύτερον, δεν είμαι εκείνος. Κάτι το οποίο τώρα τελευταία μπερδεύουν συνέχεια σε αυτό το σπίτι.
«Επειδή δεν είναι πρόβλημά σου», της λέω τελικά.
«Αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να έρθεις;».
«Όχι, μπορώ. Αλλά παραμένει να μην είναι δικό σου το πρόβλημα».
«Μπορώ να βοηθήσω», το συνεχίζει. «Μπορείς να μου λες και να σε βοηθάω. Αυτή τη στιγμή είναι σαν να μου λες πως αν έρθω εγώ, επειδή έχω κάποιο δικό μου πρόβλημα, δεν θα με βοηθήσεις».
Της εξηγώ, «Σου λέω πως αν έρθεις εσύ με δικό σου πρόβλημα, θα σε βοηθήσω, αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να φέρω το δικό μου πρόβλημα σε εσένα». Συνεννόηση…
Μετά από λίγο αρχίζουμε άλλο θέμα. Κάτι της λέω ότι δεν θα με πείραζε να δουλέψω σε φυλακές, αν και δεν ξέρω πως θα τα κατάφερνα με την ψυχολογία αυτό και μου λέει για εκείνον τον τύπο που μπήκε μέσα στο θέατρο και σκότωσε πόσους ανθρώπους. Την βλέπω που την πειράζει πολύ ότι στην δίκη, την πρώτη φορά φαινόταν χαμένος και την δεύτερη φορά, φαινόταν εντελώς ανέκφραστος, χωρίς να τον ενδιαφέρουν στο ελάχιστο οι πράξεις του.
Κάπως τα καταφέρνουμε μάνα και κόρη – καταλήγουμε σε εκείνο το θέμα, το ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο άνθρωπος δεν νιώθει τίποτα, από καθαρή επιλογή του.
«Είναι πολύ εύκολο», λέω στη μητέρα μου, «για έναν άνθρωπο να σταματήσει να νιώθει. Να μείνει απαθής. Περισσότερο εύκολο από το να νευριάσει ή να αντιδράσει με χίλιους φυσιολογικούς, προς εσένα, τρόπους».
«Γιατί είναι εύκολο;», με ρωτάει ψιλοενοχλημένα. «Γιατί κάποιος, ο οποιοσδήποτε, να διάλεγε να μην νιώθει, από το να νιώσει χαρούμενος;». Φαίνεται μπερδεμένη, πως οι θεωρίες για τη ζωή που έχει σχηματίσει, αρχίζουν να φαίνονται πολύ λάθος γύρω της.
«Οι άνθρωποι δεν νιώθουν μόνο χαρά», της θυμίζω. «Πονάνε επίσης».
«Οπότε μου λες πως κάποιος θα διάλεγε να σταματήσει να νιώθει… για ποιόν λόγο ακριβώς;».
Παίρνω βαθιά ανάσα γιατί φτάνουμε σε γνωστά νερά. Μπορώ να της αναλύσω το θέμα με ολόκληρο βιβλίο και στο τέλος δεν θα έχει καταλάβει πολλά από αυτά που θέλω να της περάσω. «Να προστατευτεί. Από όσα νιώθει. Αρνητικά συναισθήματα που μπορούν να του σαπίσουν τη ψυχή και να τον λυγίσουν». Θέλω να αναφέρω τον όρο μιζέρια που χρησιμοποίησε πριν αυτή τη συζήτηση και να της εξηγήσω πως τότε ο άνθρωπος θα καταλήξει μίζερος και όχι η καραμέλα που την έχουν όλοι να λένε τους πάντες γύρω τους μίζερους, χωρίς να ξέρουν για τι μιλάνε.
«Τότε», λέει γρήγορα και με σιγουριά, γιατί προσπαθεί όπως πάντα να μου το παίξει εκείνη που θα βγει σωστή από τη συζήτηση, «καλύτερα αυτόν τον άνθρωπο να τον κλείσουν μέσα».
Την κοιτάω παραξενεμένη. Αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να είμαι εγώ, χωρίς να το ξέρει. «Μα δεν μιλάω για δολοφόνο ή εγκληματία. Μιλάω για καθημερινούς ανθρώπους», προσπαθώ να την πείσω. Το έχω πάρει κάπως προσωπικά το θέμα.
«Ε, ναι. Μου λες πως κάποιος διαλέγει να μην νιώσει; Καλύτερα να τον κλείσουν μέσα», επαναλαμβάνει. Σε ψυχιατρείο υποθέτω, αλλά δεν ρωτάω. «Καλύτερα να απομακρυνθεί από όλους, γιατί δεν υπάρχει λύση για αυτόν».
«Γιατί;», της θέτω το ερώτημα. «Επειδή αποφάσισε να είναι δυνατός;».
«Δύναμη είναι να αντιμετωπίζεις όσα νιώθεις και στο τέλος να βγαίνεις με το κεφάλι ψηλά», αρχίζει τα ηρωικά της.
«Όταν όσα νιώθεις είναι περισσότερο βαριά από αυτά που μπορείς να αντέξεις, το πρώτο πράγμα που θα βγεις, είναι νεκρός. Ψυχικά. Και, ξέρεις, μπορεί η ζωή να του τα έφερε έτσι».
Γελάει. «Ο καθένας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχεται ή πως τα δέχεται και τι θα έχει αποκτήσει μετά από αυτά», δεν με αφήνει να απαντήσω. «Είσαι ζωγράφος. Πως θα περιέγραφες τη σκηνή της μιζέριας;», γυρίζει στο άλλο θέμα.
Εντάξει. Αυτό μπορώ να το κάνω πάντως, να της περιγράψω μια εικόνα, αντί να αρθρώσω προτάσεις που εξηγούν τι νιώθω. «Άνθρωπος ντυμένος κλασσικά, σαν εκείνους από όλες τις παλιές ταινίες. Με παλτό και βαλίτσα στο χέρι. Καπέλο στο κεφάλι. Περπατάει ανάμεσα στο πιο όμορφο πάρκο που έχει υπάρξει ποτέ. Κάτω από τον πιο όμορφο ήλιο και ουρανό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στον δρόμο του συναντάει γνωστούς και αγνώστους και χαμογελάει, περνάει καλά, έχει την καλύτερη ζωή, τις καλύτερες αναμνήσεις. Όμως», σταματάω λίγο. «Από τη στιγμή που γεννιέται νιώθει πως κάτι δεν είναι σωστό. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σε όσα καλά περνάει, υπάρχει το βάρος. Προσπαθεί να το αγνοήσει γιατί δεν νομίζει πως ο οποιοσδήποτε θα δώσει σημασία στο πρόβλημά του. Οπότε το βάρος μεγαλώνει .Σε ηλικία ογδόντα πέντε ετών, το βάρος έχει φάει τη ψυχή του και τώρα, πάνω από τον κύριο, εκείνον με όλα τα χαμόγελα και τις ιστορίες γεμάτες αγκαλιές, βλέπεις ένα κουλουριασμένο φάντασμα που σιωπηλά ζητάει για βοήθεια». Χαμογελάω. «Ξέρεις γιατί τίποτα δεν θα αλλάξει; Ξέρεις γιατί παρόλα τα πράγματα που ίσως θα μπορούσε να είχε κάνει, δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τα χτυπήματα που δέχτηκε και ο τρόπος που τα δεχόταν και τι απέκτησε μετά από αυτά;».
Κουνάει το κεφάλι της. «Γιατί;»
«Η βοήθεια που ζητούσε το φάντασμα ήταν εκεί από τα γενέθλιά του και ο ίδιος δεν μπόρεσε να την ακούσει ποτέ».


Η συζήτηση -για καλό ή για κακό- δεν τέλειωσε εκεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου