Κυριακή 22 Απριλίου 2012

iGod

Κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτάω το κενό, καθώς ρουφάω τα δημητριακά μου. Η τηλεόραση, που από αυτή τη θέση μπορώ να τη δω (ο πατέρας μου ήταν ευγενικός αρκετά για να μου δώσει τη θέση του), παίζει κλασσικά κάτι που δεν με ενδιαφέρει και η μάνα μου κοιτάει με προσήλωση για το ποιος θα κερδίσει το νέο iPad. Δεν ξέρει τι ακριβώς είναι, απλά το αφήνει στη σκέψη της ως κάτι άκρως σημαντικό για τους hipster που μόλις βρούμε περισσότερα χρήματα, θα αγοράσει ή εγώ ή ο αδερφός μου, και τότε επιτέλους θα δει τι είναι. Νομίζεις δεν ξέρω πως πάνε αυτά;
Ο αδερφός μου άφαντος στο δωμάτιό του, ο πατέρας μου δίπλα μου τρώει κάτι που μοιάζει με απαρχαιωμένα μακαρόνια με πολύ πιπέρι. Και του αρέσει. Τα δώδεκα χρόνια στην Ιταλία τον έχουν καταστρέψει. Συνεχίζω να ρουφάω τα δημητριακά μου και επειδή αύριο είναι ημέρα σημαντική (πρώτη ημέρα σχολείου μετά από διακοπές – many casualties ahead), ανοίγω συζήτηση με τον Θεό, ή κάποιον συνονόματό του που έχει ακριβώς τις ίδιες προδιαγραφές: προσευχή για να πιάσεις κουβέντα μαζί του. Κοιτάω λίγο προς το ταβάνι και κάνω πως κοιτάω κατάματα Εκείνον. Χαμογελάω λίγο άβολα και ο πατέρας μου αγνοεί το ότι είμαι χαρούμενη με το να έχω το κεφάλι μου στραμένο στον πολυέλαιο. Από τη στιγμή που δεν σκοπεύω να περάσω σκοινί, όλα είναι καλά. Εντωμεταξύ, εγώ περιμένω να ανοίξει η επικοινωνία με τον Μέγιστο και μετά από λίγο είμαι έτοιμη.
«Με κάλεσες;», μου λέει μέσα στο κεφάλι μου και νομίζω τον ξύπνησα. «Τι μπορώ να κάνω για εσένα;», ρωτάει όσο πιο ευγενικά μπορεί.
Σηκώνω τους ώμους μου, περισσότερο στον εαυτό μου, γιατί δεν είχα σκεφτεί πολύ αυτή τη συζήτηση. «Απλά θέλω να ζητήσω συγνώμη», του απαντάω τελικά, πάλι μέσα στο κεφάλι μου.
«Γιατί;», ξαναρωτάει.
«Ξέρεις… Για τη σχολική χρονιά που πέρασε σιγά-σιγά», εξηγώ διστακτικά.
Τον ακούω να ξεφυσάει και χάνει λίγο απότομα την υπομονή του. «Όχι πάλι αυτό! Σου έχω πει! Δεν έχω πρόβλημα με το να μη διαβάζεις – δεν έχω πρόβλημα με το να μην παίρνεις καλούς βαθμούς!», σχεδόν φωνάζει. Άουτς.
«Το ξέρω, το ξέρω», προλαβαίνω και του λέω, για να τον καθησυχάσω. «Απλά… Συγνώμη που δεν είμαι καλύτερη χριστιανή». Ελπίζω να μην δει πως δεν πιστεύω καν στην ίδια του την οντότητα.
«Όχι, δεν ζητάς πραγματικά συγνώμη», μου το παίζει έξυπνος. «Αν ήθελες πραγματική συγχώρεση θα με καλούσες πριν δεν διαβάσεις, στην αρχή της χρονιάς». Αναρωτιέμαι αν πρέπει να διαμαρτυρηθώ – ολόκληρο αγιασμό κάνουμε κάθε Σεπτέμβρη! Αποφασίζω πως πρέπει να τον αφήσω να βγάλει ό,τι θέλει από μέσα του. «Να με καλείς μετά από κάθε φορά που το κάνεις, ή καλύτερα, που δεν το κάνεις, είναι απλά παρενόχληση. Και κάθε φορά σου λέω πως δεν πειράζει, οπότε σταμάτα να με καλείς γι’ αυτό, αφού έχει γίνει. Γιατί να με ενδιαφέρει που δεν διάβασες ΚΑΙ αυτή τη χρονιά;». Με κάνει να πιστεύω πως δεν ενδιαφέρεται για τον αν βρω δουλειά και μετά θυμάμαι πως ζω στην Ελλάδα, οπότε έχει τα δίκια του και δεν τον πολύκατηγορώ.
 «Απλά δείχνει περισσότερο αμαρτωλό, κατά κάποιον τρόπο…», αρχίζω να λέω, αλλά με μία δυνατή φωνή μου ουρλιάζει, «ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ» και κλείνει την σύνδεση πολύ άγαρμπα.
Ο πατέρας μου ξαφνικά με κοιτάει κάτω από το γεμάτο πιπέρι μουστάκι του. Σηκώνει το ένα του φρύδι. «Είσαι πολύ ήσυχη σήμερα», λέει παραξενευμένος.

Ένα μεγάλο κενό σκέψης…

«Νομίζω πως νευρίασα τον Θεό», του λέω τελικά.
Κουνάει αδιάφορα το κεφάλι του. «Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες».


. . .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου