Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Supposedly drafts

Έσυρε το σώμα του μέχρι την άκρη της πισίνας και το χέρι του βούλιαξε στο νερό. Το όμορφο γαλάζιο έγινε κόκκινο, σε μερικά σημεία πιο βαθύ, σε άλλα σχεδόν αόρατο. Το κεφάλι του έμεινε ακίνητο, με ένα σκισμένο μάγουλό πάνω στα κρύα, βρεγμένα πλακάκια. Η ανάσα του τον πονούσε γιατί κάθε φορά που εισέπνεε, το στήθος του ανέβαινε, και οι μυς του μαζί με τις πληγές του φώναζαν για έλεος.
«Έλεος…»


***


«Θέλω… να με βοηθήσεις με κάτι».
Η ηλικιωμένη γυναίκα έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από το ξύλο που την κρατούσε στα πόδια της. Οι ρυτίδες της ξεφύσησαν πονεμένα. «Δεν ξέρω».
«Δεν ξέρεις;»
«Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω»
«Χρειάζομαι να… το δωμάτιο. Πρέπει για—»
«Όχι»
«Μια τελευταία φορά και ίσως—»
«—ξέχασε το, κάθε φορά τα ίδια, ξέρεις πολύ καλά ότι—»
«—δεν θα σου το ξαναζητήσω—»
«—τόσο κατεστραμμένος—»
«—αλήθεια—»
«—ποτέ δεν σταματάς, δεν έχεις προσπαθήσει ούτε μια φορά—»
«Δεν θα σου το ξαναζητήσω», επανέλαβε έντονα. Τα μάτια του άρχισαν να καίνε. «Το χρειάζομαι, άλλη μία φορά, μόνο μία, θα προσπαθήσω, είναι ανάγκη… Σε παρακαλώ».
Το σκέφτηκε. Του έδωσε χρόνο να το σκεφτεί κι εκείνος. Δευτερόλεπτα που ήταν αρκετά και για τους δυο τους. Είχε χάσει πολλές ευκαιρίες να αποτοξινωθεί, εκείνη τον είχε βοηθήσει να τις χάσει. Σε οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση γύρναγε εδώ, και παρά τις διαμαρτυρίες της, δεν τον σταμάταγε στο τέλος. Ποτέ δεν τον σταμάταγε. Την πόναγε περισσότερο να τον βλέπει με τον πόνο στα μάτια του. Ο πόνος παρέμενε και μετά την… επίσκεψή του, αλλά τουλάχιστον χαμογελούσε, θυμόταν, και ποια ήταν εκείνη να τον σταματήσει από το να τον αφήσει να ξαναζήσει τις λίγες αναμνήσεις που του είχαν μείνει να θυμάται; Θα έφευγαν κι εκείνες μετά από καιρό. Ήταν αντίγραφό του, είχε περάσει τα ίδια.
«Δεν σε χρειάζεται όπως τη χρειάζεσαι εσύ», του μίλησε με ήρεμη φωνή. «Δεν σε χρειάζεται. Δεν σε θυμάται, κάθε φορά ακούς όσα θέλεις για να συνεχίσεις να ζεις στον ίδιο κύκλο. Δεν έχει να κάνει πλέον με το αν πρέπει να την αφήσεις. Έχει φύγει κι εσύ κυνηγάς φαντάσματα». Τον κοίταξε κάτω από τις ακόμα μακριές βλεφαρίδες της. «Δεν κουράστηκες, αγόρι μου;».
Την πλησίασε και την αγκάλιασε. Δεν έσφιξε τα χέρια του γύρω της, δεν προσπάθησε να κρατηθεί πάνω της. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισε.



_____________________________________________




Το είχα στα πρόχειρα από τις 10 Ιουνίου και δεν το ανέβασα ποτέ. Έχω μοτίβο και φαίνεται να μιλάω πάντα για τον ίδιο χαρακτήρα σε όλες τις ιστορίες, χωρίς να το καταλαβαίνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου