Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

χιΟνι

«Και να σου πω, σε πόσο καιρό σκοπεύεις;»
«Δεν ξέρω σε πόσο καιρό σκοπεύω, σταμάτα να με ρωτάς, που θες να ξέρω σε πόσο καιρό σκοπεύω, δεν ξέρω σε πόσο καιρό σκοπεύω!», πέρασε νευρικά τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά του και η σκέψη του κύλησε ομόφωνα με τα επόμενα λόγια της μητέρας του: «Θες κούρεμα». Δεν ήθελε κούρεμα, την ηρεμία του ήθελε αλλά στάθηκε μπροστά στο τζάκι και άφησε την Ιζαμπέλα να κοιμάται πάνω στο χαλί χωρίς να την ενοχλήσει. Θα μπορούσε να κοιτάει τις φλόγες για το υπόλοιπο της ημέρας.
«Χρειάζομαι βοήθεια. Νομίζω». Συνοφρυώθηκε μόνος του. «Δηλαδή, δεν θα ερχόμουν αν δεν χρειαζόμουν βοήθεια, οπότε χρειάζομαι βοήθεια αλλά», βαρέθηκε να ακούει τον εαυτό του να μιλάει, «δεν ξέρω». Ακούμπησε πάνω στην καμινάδα από τούβλα και πρόσεξε να μην πειράξει τα χριστουγεννιάτικα στολίδια –μικρές γυάλες με μεγάλα αξιοθέατα του Λονδίνου, Σίδνεϋ, Νέας Υόρκης, Αθήνας, Σικάγο, Γαλλίας, με χιόνι που είχε κατακαθίσει στον πάτο– και ξέφτισε μερικά θρύμματα από την κάποτε άσπρη μπογιά. «Νομίζω πως αν συνεχίσει όλο αυτό, δεν θα αντέξω. Υπάρχουν μέρες που είναι δύσκολο να σηκωθώ από το κρεβάτι και όταν σηκώνομαι, ο διχασμός του να ξαναπέσω στο στρώμα ή να μείνω όρθιος σε έναν σκοτεινό διάδρομο με τρώει. Το παράθυρο βρίσκεται στη μέση, φώτιζε τα πάντα. Πήρα κουβέρτες και της κάρφωσα πάνω από το γυαλί. Το κάλυψα, δεν μπαίνει ήλιος εκεί που κοιμάμαι».
«Γιατί;», τον ρώτησε η γυναίκα ήρεμα και κάθισε στο τραπέζι. Τον έβλεπε με τους ώμους του χαμηλωμένους, το βάρος των σκέψεών του σχεδόν να υλοποιείται πάνω στην ραχοκοκαλιά του και την έπιανε η καρδιά της γιατί την είχε ξαναδεί την εικόνα. Πάλι στο ίδιο τραπέζι, πάλι ο ίδιος πόνος και να μην μπορεί να βοηθήσει.
«Τους άκουγα να ουρλιάζουν τα βράδια και αντί να κλείσω τα αυτιά μου, ούρλιαζα κι εγώ αλλά η φωνή μου δεν ακουγόταν. Δεν ξέρω γιατί η κουβέρτα σταμάτησε τις φωνές».
«Δεν τις σταμάτησε. Εσύ τις αγνόησες. Η κουβέρτα είναι τα χέρια σου πάνω από τα αυτιά σου». Του χαμογέλασε αν κι εκείνος δεν την έβλεπε. «Μπράβο σου».
«Τα χέρια μου…», κοίταξε τα δάχτυλά του πάνω στον τοίχο. «Τα νιώθω βουτηγμένα στο αίμα. Νιώθω… το αίμα όταν δεν συγκεντρώνομαι. Το νιώθω». Τα τέντωσε. «Αν σταματήσω να σκέφτομαι, το χέρι μου βουτάει τόσο βαθιά που στο τέλος μπορώ να νιώσω τα ακροδάχτυλά της. Αυτό σημαίνει ότι κι εκείνη βουτάει, ναι;», γύρισε ελάχιστα το κεφάλι του χωρίς πραγματικά να βλέπει τη μητέρα του. Χαμογέλασε αμυδρά. «Ίσως αν κάποιο βράδυ βυθιστώ ολόκληρος να νιώσω παραπάνω από τα δάχτυλά της».
Γέλασε λίγο, κούνησε το κεφάλι της και έβγαλε μια μικρή ανάσα. «Εσύ τη ψάχνεις για να την χαϊδέψεις, εκείνη μπορεί να σε ψάχνει για να σε κατασπαράξει». Τον είδε να σηκώνει αδιάφορα τους ώμους του και να γυρίζει πάλι προς τη φωτιά. Δεν τον ένοιαζε. «Δεν ψάχνεται ίδια πράγματα, αγόρι μου».
 «Αν την βρω, ίσως μπορέσει να βγάλει τη κουβέρτα από το παράθυρο και να ξαπλώσει δίπλα μου και να μην με αφήσει να ακούσω τα ουρλιαχτά…,» ακούστηκε κουρασμένος. «Να μην μου επιτρέψει να ουρλιάξω».
«Και μετά τι; Θα αφεθείτε και οι δύο, θα βουλιάξετε στο αίμα και κανείς δεν θα αντέξει. Σκέψου τι νιώθεις όταν σηκώνεσαι και στέκεσαι στη μέση του διαδρόμου. Δεν θα έχεις καν την επιλογή του στρώματος».
Δεν απάντησε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια του. Άρχισε να νιώθει εκείνη τη ζαλάδα, να νιώθει τα νύχια του να ακουμπούν το πηκτό υγρό. Μούγκρισε. Η Ιζαμπέλα κουνήθηκε μέσα στον ύπνο της και κουλουριάστηκε πιο σφικτά. Έβγαλε μικρούς λυγμούς από το όνειρό της και ύστερα ησύχασε πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου